Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Βασιλιάς Ίκελος

Καλησπέρα!

Τρέχουν διάφορες υποχρεώσεις για να ολοκληρωθούν οι βορειοδυτικές εκδόσεις, αλλά πάντα υπάρχει χρόνος για το καλό βιβλίο. Ένα που διάβασα τις τελευταίες εβδομάδες ήταν και ο Βασιλιάς Ίκελος, το πρώτο βιβλίο του Νίκου Καρακάση, ενός πολύ αξιόλογου συγγραφέα, τον οποίο είχα τη χαρά να γνωρίσω και προσωπικά.

Ο Νίκος Καρακάσης γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα και μεγάλωσε στις γειτονιές της Κυψέλης και του Νέου Κόσμου. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τους υπολογιστές και σήμερα διευθύνει τη δική του εταιρεία πληροφορικής. Πλούσια κληρονομιά ο παππούς του Σταύρος Καρακάσης, γνωστός μουσικολόγος και Αλεξανδρινός ποιητής, και ο θείος του Κώστας Καρακάσης, καταξιωμένος συγγραφέας των ημερών μας. Αν θυμάστε, έναν χρόνο πριν είχα παρουσιάσει το βιβλίο του τελευταίου, "Βιολονίστας", το οποίο ήταν υποψήφιο και για το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ.

Ακούγοντας για πρώτη φορά κάποιος για τον Βασιλιά Ίκελο, δεν μπορεί παρά να σταθεί στο μυστηριώδες όνομα. Ίκελος, είναι μια αινιγματική οντότητα που προέρχεται από το πολύ μακρινό παρελθόν. Στην κοσμογονία του Οβίδιου, ο Μορφέας, ο Ίκελος και ο Φάντασος ήταν αδέρφια, αποκαλούνταν Όνειροι και εκτελούσαν διαταγές του πατέρα Ύπνου. Τα τρία αδέρφια απασχολούσαν το μυαλό των ανθρώπων όσο αυτοί κοιμούνταν και ενίοτε τους έστελναν μηνύματα που συνδέονταν με την πραγματικότητα. Βέβαια το βιβλίο που παρουσιάζω σήμερα δεν ασχολείται καθόλου με αυτή τη θεότητα, αλλά ο συγκεκριμένος μύθος αποτελεί μια αφορμή.
Ο Βασιλιάς Ίκελος είναι ένα σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα με πολλά συναισθηματικά στοιχεία, δολοπλοκίες και έντονα πάθη. Διαπραγματεύεται τη ζωή του Αλέξη Κ. ή μάλλον την ταραγμένη περίοδο της ζωής του η οποία ακολουθεί την απόφασή του να εγκαταλείψει μια σίγουρη καριέρα στο πολεμικό ναυτικό και να κατέβει στην Αθήνα για να κυνηγήσει τις φιλοδοξίες του. Ο Αλέξης δεν είναι ο τυπικά καλοκάγαθος και σωστός ηθικά χαρακτήρας, ούτε ένας αψεγάδιαστος ήρωας που η μοίρα και οι συγκυρίες τον κατατρύχουν. Είναι ένας ρεαλιστικός χαρακτήρας που καλείται να πληρώσει κυρίως για τα δικά του λάθη. Λίγο Σίσυφος, λίγο Ορέστης, λίγο Γιάννης Αγιάννης, είναι ένας ήρωας τον οποίο ο συγγραφέας δεν διστάζει να σκιαγραφήσει με γκρίζα χρώματα και δεν προσπαθεί να τον φτιασιδώσει. Αλλά ο Νίκος Καρακάσης ξέρει να τον συγχωρεί· άλλωστε αυτό είναι ίσως και το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου.
Παράλληλα με την ιστορία του Αλέξη, υπάρχει μία ακόμα αφηγηματική γραμμή η οποία έχει ξεκινήσει πριν μερικές δεκαετίες στην Ύδρα και περιστρέφεται γύρω από ένα οικογενειακό δράμα, το οποίο διαρκούσε για χρόνια σε ένα από τα αρχοντικά του σπιτιού. Με έναυσμα έναν παλαιικό πίνακα που ο Αλέξης συναντά κρεμασμένο σε ένα καφενείο, ο Αλέξης γνωρίζεται με τον μουγκό καφετζή Βαγγλή και οι δύο ιστορίες όχι απλώς διασταυρώνονται, αλλά πλέον μπλέκονται, γίνονται ένα κουβάρι, μια δίνη που τραβάει όλους τους ήρωες προς το ίδιο σημείο.
Η πλοκή του βιβλίου είναι χωρισμένη σε τρία μέρη. Τρεις εποχές. Στο πρώτο μέρος ακολουθούμε τον Αλέξη, ο οποίος φτάνει στη μεγαλούπολη, ταλανιζόμενος ακόμα από το αν πήρε τη σωστή απόφαση ή όχι. Κάπου εδώ εισέρχεται στην υπόθεση μας ο Ίκελος και τα όνειρα που στέλνει στον Αλέξη, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του βιβλίου και για μένα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει. Ο Αλέξης βλέπει συνεχώς το ίδιο όνειρο, ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται στον ύπνο του και κάθε φορά του αποκαλύπτει και μια μικρή συνέχεια. Είναι ένα όνειρο που τον βασανίζει γιατί ξεκάθαρα κρύβεται ένα νόημα πίσω από τις σουρεαλιστικές εικόνες του. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την ερμηνεία του, αλλά είναι κάτι που θα καταφέρει προς το τέλος του βιβλίου, μαζί με τον αναγνώστη.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η υπόθεση μεταφέρεται στην Ύδρα, όπου ο Αλέξης προσπαθεί να διεκδικήσει μια περιουσία, πρωταρχικά για ηθικούς λόγους. Εγκαταλείπει τη ζωή στην Αθήνα και αποφασίζει να χτίσει ξανά από το μηδέν. Μάχεται και διεκδικεί με τη βοήθεια νέων φίλων και τελικά φαίνεται να τα καταφέρνει, ώσπου φτάνουμε στο τρίτο μέρος όπου συναντούμε αλλεπάλληλες ανατροπές.
Κάπου εκεί, προς το τέλος, θα αντιμετωπίσουμε το φιλοσοφικό δίλημμα του ντετερμινισμού, ένα ακόμα από τα πολύ δυνατά χαρακτηριστικά του Βασιλιά Ίκελου. Αν γνωρίζεις το μέλλον, τότε μπορείς να το αποτρέψεις; Και αν το αποτρέψεις, δεν σημαίνει ότι το αλλάζεις; Και ένα εξίσου ενδιαφέρων ερώτημα που τίθεται: Πώς γίνεται κάποιος σημαντικός; Αποκτώντας εξουσία; Πλούτη; Με το να γίνει χρήσιμος στην κοινωνία;
Η γραφή του Νίκου Καρακάση είναι εξαιρετική, πολύ εμπνευσμένη θεωρώ δε, την επιλογή του συγγραφέα να προσδιορίζει με σαφήνεια μόνο τον τόπο, αλλά όχι το χρόνο. Τα γεγονότα που περιγράφονται θα μπορούσαν να διαδραματίζονταν πριν ένα χρόνο ή πριν μισό αιώνα.
Ο Βασιλιάς Ίκελος είναι ένα βιβλίο που με ικανοποίησε απόλυτα ως αναγνώστη, νομίζω το διάβασα μέσα σε τρεις μέρες και σας το συστήνω. Για να κλείσω θα αντιγράψω ένα μικρό απόσπασμα:

«Κάθε όνειρο γεννιέται από τον απόηχο μιας ιστορίας που ζήσαμε και σε κάθε ιστορία που ζούμε φωλιάζει μέσα της ένα άλλο όνειρο. Αυτή είναι η δύναμη του ονείρου και αυτή είναι η αδυναμία του ανθρώπου. Τα όνειρα λυτρώνουν το μυαλό μας και υποσυνείδητα εξαντλούν την αντοχή της καθημερινότητάς μας, ανακατεύοντας χρώματα και αισθήσεις, ξεφτίζοντας τις έννοιες της φαντασίας και της πραγματικότητας».

Περισσότερα μπορείτε να δείτε και να διαβάσετε στο blog του Νίκου Καρακάση.

υγ: Όπως θα παρατηρήσατε, στα δεξιά προστέθηκε banner των βορειοδυτικών, το οποίο οδηγεί στο επίσημο blog των εκδόσεων. Είναι υπό κατασκευή ακόμα, αλλά όσο περνούν οι μέρες, η εικόνα θα συμπληρώνεται. Όσοι φίλοι θέλουν μπορούν να μας αναζητήσουν και στο facebook.

υγ 2: Ξεκίνησα και τον Βομβιστή του Παρθενώνα, του Χρήστου Χρυσόπουλου. Μια πρώτη γεύση μπορείτε να πάρετε και στο blog του βιβλίου.


υγ 3: Ένα ακόμα εξαιρετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου για τα σαφή κρύσταλλα και την τρόικα.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Πώς να φτιάξετε έναν πύργο με τραπουλόχαρτα

Πριν λίγο επέστρεψα από την παρουσίαση του "Βασιλιά Ίκελου" του Νίκου Καρακάση, νομίζω ήταν όλα πολύ όμορφα. Την αναλυτική (πολύ θετική) γνώμη μου για το βιβλίο θα την ανεβάσω μέσα στις επόμενες μέρες.

Επίσης έμαθα ότι και στο facebook άρχισαν να πνέουν οι πρώτοι βορειοδυτικοί άνεμοι και μπορείτε να ρίξετε και μια ματιά στο λογότυπο, το οποίο σχεδίασε η Ελένη Λαμπροπούλου. Σύμφωνα με το πλάνο μου, οι επίσημες σελίδες του εκδοτικού μου οίκου θα είναι δύο, μία στο link που εδωσα μόλις και μία σε ιστολόγιο εδώ στο blogspot. Αλλά τελούμε ακόμα υπό ανακατασκευή, πάμε παρακάτω.

Ουσιαστικά, η σημερινή ανάρτηση είναι απλώς για να γυρίσει μία ακόμα σελίδα. Τι καλύτερο, σκέφτηκα, από ένα παραμύθι. Το συγκεκριμένο παραμύθι το είχα γράψει πριν ενάμιση χρόνο περίπου και τα πολύ όμορφα σχέδια που το συνοδεύουν είναι της Αγγελικής Σχοινά. Ελπίζω να σας αρέσει.

Πώς να φτιάξετε έναν πύργο με τραπουλόχαρτα

Γρήγορα καθώς είχε περάσει και μέσα σ’ όλη του τη φούρια, ο δυτικός άνεμος ξεσήκωσε στο διάβα του ένα μάτσο τραπουλόχαρτα, σαν αυτά που πάντα έπαιρνε μαζί του αλλά ποτέ δε του χρησίμευαν σε κάτι.

Αυτό το συνειδητοποίησε μονάχα όταν σταμάτησε για λίγο να ξαποστάσει, απλώνοντας αγκομαχώντας το άχθος του κατά μήκος εκείνης της κορυφογραμμής. Συχνά την έβλεπε από εκεί όταν περνούσε και πάντα τη φθονούσε, λαχταρούσε την ηγεμονική ακινησία της, ενώ αυτός σκοτωνόταν στους τέσσερις ορίζοντες.

Τη μέρα εκείνα σαν δώρο στον εαυτό του, ο άνεμος είχε αποφασίσει να μείνει λίγο παραπάνω εκεί να ξεδιαλέξει τη σαβούρα που είχε κουβαλήσει και -γιατί όχι ;- να βάλει και τίποτα στο στόμα του, σαν κουρασμένος κύρης που ήταν.

Αφού έπαψε το τρεχαλητό του, έριξε μια αδιάφορη ματιά στη θέα δεξιά κι αριστερά του, μπρος και πίσω: πλαγιές, δέντρα, οροπέδια, λίμνες, παραπόταμοι, χείμαρροι βράχια, ένα ρουμάνι και καθετί τετριμμένο που άγγιζε κάθε μέρα και το μέτραγε. Ασυγκίνητος έστρεψε το βλέμμα του στο φορτίο του, με τη χιλιοφορεμένη ελπίδα να ανακαλύψει εκεί μέσα έναν χαμένο θησαυρό. «Ποιος ξέρει τι είδους χρυσάφια είχαν παρατήσει πάλι ξεκρέμαστα γύρω απ’ τα σπίτια τους εκείνοι οι αστόχαστοι άνθρωποι;» Έτσι σκεφτόταν και φούσκωνε απ’ τη χαρά του, μα τον ρήγα κούπα!

Άρχισε να ψάχνει με αδημονία και αν κανείς έβλεπε με κιάλι, θα ήταν σαν μιλιούνια παράταιρα αντικείμενα να είχαν στήσει τρελό πανηγύρι στην κορυφή των βουνών: σανίδες, μπουγάδες, καπέλα, γιρλάντες, κεραμίδια, σακιά, ομπρέλες και φυσικά αυτά που λιγότερο απασχολούσαν τον άνεμο: μάτσα ατελείωτα παλιοεφημερίδες.

Όταν ξεσκαρτάρισε και την τελευταία στοίβα με φλούδες , όλες οι ελπίδες του έγιναν φρούδες. Δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει στην άκρη τίποτα αληθινά πολύτιμο , εκτός από ένα στραβό κλουβί με έναν πετούμενο διάολο μέσα και μερικά τραπουλόχαρτα, τα οποία διέγνωσε ως ελαφρώς μουχλιασμένα. Τουλάχιστον αυτά θα μπορούσαν να ταιριάξουν σε ένα πύργο που έφτιαχνε από δαύτα, πίσω στο σπίτι του.

Το σπίτι του ανέμου ήταν μακριά, ψηλά και βαθιά και για λίγες στιγμές τον συνεπήραν οι νοσταλγικές αναμνήσεις από τον αναπαυτικό καναπέ, τη συλλογή του με τις βεντάλιες, το αγαπημένο του φυσερό και τις δέκα μπαλκονόπορτες που άνοιγαν ταυτόχρονα για να δημιουργείται ρεύμα.

Τότε ήταν που ένα ανυπόμονο ξεροβηχητό, τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα: «Γκουχ, γκουχ», έκανε κάποιος πίσω απ’ την πλάτη του. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε κάτι τέτοιο, αλλά του φάνηκε αλλόκοτο, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι τέτοιου είδους ήχοι βγαίνουν μέσα απ’ τους ανθρώπους και μα την πίστη του, οι άνθρωποι δεν ζουν στις έρημες και κακοτράχαλες κορυφογραμμές. Συνήθως, δηλαδή.

Ο άνεμος γύρισε περισσότερο περίεργος παρά ενοχλημένος που τον είχαν διακόψει. Στο κάτω- κάτω ίσως ήταν ένας από εκείνους τους κλαψιάρηδες λιμοκοντόρους, που φοράνε καπέλο χωρίς να το ‘χουν καρφωμένο στο κεφάλι τους κι έπειτα παραπονιούνται και κατηγορούν το άνεμο για τη δική τους τσαπατσουλιά. Πάντοτε ήταν διασκεδαστικοί τέτοιοι τύποι, αλλά ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν να ανήκει στο σινάφι τους- τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.

Μες το ψυχρό αεράκι που είχε σηκωθεί, στεκόταν άφοβος κι αγέρωχος ένας νέος άνδρας, με φανταχτερά ρούχα και μια αστεία έκφραση θυμού στο πρόσωπό του. Την εμφάνισή του συνέθεταν ξεθωριασμένες δερμάτινες μπότες, μια καρό παντελόνα, δαντελωτό λευκό πουκάμισο, βελούδινο πορφυρό γιλέκο, αδάχτυλα γάντια κι ένα εντυπωσιακό πλατύγυρο βαθυγάλαζο καπέλο που κατέληγε σε ένα σμαραγδί φτερό πιθανώς παγωνιού.

Ο άνεμος έμεινε για λίγο άπνοος, μπροστά στο θέαμα κι αμέσως έσπευσε με ένα δήθεν τυχαίο ξεροφύσημα να βεβαιωθεί ότι το καπέλο του ανθρώπου ήταν καλά στερεωμένο στο κεφάλι του. Κατ’ αρχήν λοιπόν εκείνος ο φανταχτερός άνθρωπος ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια στην εκτίμησή του. Αναμφίβολα είχε να κάνει με έναν σοβαρό και έντιμο κύριο, που φροντίζει τις υποθέσει του και όχι με κάποιο τυχάρπαστο χαζοβιόλη. Αυτή η διαπίστωση, ικανοποίησε τον άνεμο, που περίμενε πλέον να μάθει την αιτία της «εισβολής» του αγνώστου στην ιστορία του.

Ο άνθρωπος με τη σειρά του έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά, έβαλε τα χέρια στη μέση και σε επιδεικτικά θιγμένο τόνο είπε: « Λοιπόν;»

Ο άνεμος έξυσε για λίγο το κεφάλι του. Μαζεύοντας σκόρπιες λέξεις όλα αυτά τα χρόνια περηφανευόταν ότι είχε μάθει να συνεννοείται αρκετά καλά στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά η αλήθεια είναι ότι υστερούσε ακόμα σε ζητήματα πρωτοκόλλου. Τι να σήμαινε άραγε αυτός ο μονολεκτικός ερωτηματικός χαιρετισμός; Από την εμπειρία του, πίστευε ότι σε συνδυασμό με την τοποθέτηση των χεριών στη μέση, υποδήλωναν κάτι, αλλά αυτό το «κάτι» του διέφευγε.

Ο άνεμος αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι στην τύχη και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του, διάλεξε τη συριχτή φωνή του, αυτή που είχε ακονίσει στα βράχια της ακρογιαλιάς και είπε: « Δυστυχώς, δεν ενθυμούμαι που σας έχω γνωρίσει, μα τον ρήγα κούπα» .

Ο πολύχρωμος άνδρας έσκασε ξαφνικά στα γέλια και ο άνεμος άφησε τα χέρια του να πέσουν. Αμήχανα, κοίταξε το φτερό παγωνιού. Μάλλον κάτι δεν είχε τονίσει σωστά στις λέξεις. Πολλές φορές, δε, μπερδευόταν για το αν έπρεπε να πει «παίρνω» ή «περνώ».

« Γνωρίζεις πολύ καλά για τι μιλάω!» αναφώνησε αυστηρά ο άνθρωπος. «Άθελά σου –θέλω να πιστεύω- καθώς περνούσες απ’ την Καζάρμα μάζεψες τον πάκο με τα πολύτιμα χαρτιά μου», κατέληξε δείχνοντας κάπου χαμηλά με το χέρι του.

Ο άνεμος απορημένος ακολούθησε νοερά το τεντωμένο χέρι και τα μάτια του συνάντησαν ένα ακίνητο κοπάδι από λευκά σπίτια στη μέση μιας πράσινης πεδιάδας. Εστιάζοντας καλύτερα είδε και μικροσκοπικά ανθρωπάκια να περιδιαβάζουν αμέριμνα.

«Α! Ώστε Καζάρμα λέγεται αυτό;» αναρωτήθηκε από μέσα του ο άνεμος. Μέχρι τότε το έλεγε «Λευκά Σπίτια» στις περιγραφές που τύχαινε να κάνει στην απότομη φίλη του, τη νεροποντή. Κατόπιν θυμήθηκε τη φράση «πολύτιμα χαρτιά» και σχεδόν συνοφρυώθηκε. «Χουμ χουμ… Για δες… Χαρτιά δεν είπε; Και μάλιστα πολύτιμα. Αυτό είναι καινούργιο φρούτο» εξακολούθησε τον ειρμό του, σέρνοντας προσεκτικά και μια μπανανόφλουδα κοντά στον άνθρωπο. Καλύτερα να λάμβανε τα μέτρα του.

«Θέλω πίσω τα χαρτιά μου, άξεστε!» Φώναξε ο άνθρωπος, ενώ ένα μακρύ αντικείμενο τραμπαλίστηκε στην πλάτη του. Ο άνεμος προσπέρασε την προσβολή και κοίταξε με ενδιαφέρον το γυαλιστερό πράγμα που είχε ζαλωθεί ο άνθρωπος. Έμοιαζε με μουσκέτο, αλλά και πάλι δεν ήταν. Λες να εφεύραν κάνα άλλο τζερεμέδι που φυτρώνει χωρίς να το σπέρνουν;

Ο άνεμος αποφάσισε να αγνοήσει τα γουργουρητά της κοιλιάς για μεσημβρινό φυσομάνι και να διαπραγματευτεί. Μιμούμενος τη μπάσα φωνή του μπουμπουνητού είπε: «Τι σου είναι εσένα;» Ο άνθρωπος χειρονόμησε έξαλλα και απάντησε εμφανώς αγανακτισμένος: «Τα χαρτιά έγραφαν πάνω τους το ομορφότερο τραγούδι!»

Ο άνεμος γούρλωσε τα μάτια του και θαύμασε: «Άρα υπάρχει το ομορφότερο τραγούδι! Σε ένα άλλο παραμύθι, γύριζα έναν ανεμόμυλο τρία χρόνια γιατί μού υποσχέθηκε ότι θα μου το τραγουδήσει. Και στο τέλος ανακάλυψα ότι ήταν ο πονηρός μυλωνάς που μιμούνταν τη φωνή του ανεμόμυλου για να με ξεγελάσει».

«Και το παραμύθι πώς τελείωνε;» ρώτησε ο άνθρωπος. «Α, τίποτα σπουδαίο» απάντησε ο άνεμος. «Έδωσα τη διεύθυνσή του στον ξάδερφο ανεμοστρόβιλο. Καλό παραμύθι, διδακτικό. Αλλά σπάνια το ακούς στις μέρες μας. Κρίμα…» αναπόλησε ο άνεμος. Ο άνθρωπος δε φάνηκε να πολυπιστεύει τη διήγηση και επέστρεψε στο χαβά του. «Δώσε μου τα χαρτιά! Δεν έχεις δικαίωμα να μου κλέψεις το ομορφότερο τραγούδι! Είσαι ανίδεος!»

Ο άνεμος ανακάθισε θιγμένος, ρουθούνισε και είπε: «Πού ξες ότι δεν μπορώ κι εγώ να διαβάσω το ομορφότερο τραγούδι απ’ τα χαρτιά; Ένας παντοδύναμος άνεμος, όλα τα μπορεί! Σάμπως δεν μ’ έχεις ακούσει να σφυρίζω μες τις καμινάδες;» Ο άνθρωπος κάθε άλλο παρά εντυπωσιάστηκε. Σήκωσε τους ώμους του και είπε απαξιωτικά: «Σπουδαίο κατόρθωμα. Ο καθένας μπορεί να το κάνει, στριμώχνοντας αέρα μες τα χείλη του. Μα αυτό δεν συγκρίνεται με το πιο ωραίο τραγούδι».

Ο άνεμος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Είχε ένα δίκιο ο φανφαρόνος αν και αναιδής. Ίσως να έπρεπε να κάνει μια συμφωνία μαζί του. Ναι, αυτό ήταν! Διάλεξε τις λέξεις και είπε: «Εντάξει. Χάρισμά σου, αλλά υπό ένα όρο. Πριν μου αδειάσεις τη γωνιά θέλω να ακούσω το ομορφότερο τραγούδι».

Ο άνθρωπος υποκλίθηκε και αφού ανακάτεψε για ώρα τη στοίβα με τα χαρτιά, τράβηξε ικανοποιημένος μερικές σελίδες με παράλληλες γραμμές κι αστεία σύμβολα χαραγμένα πάνω τους, άρτζι μπούρτζι και λουλάς.

Άπλωσε με επιμέλεια τα χαρτιά στο χώμα και υπό το αυστηρό βλέμμα του ανέμου, ξεκρέμασε το σωλήνα από την πλάτη του. Ενώ ο άνθρωπος έφερνε το στόμιο του σωλήνα στο δικό του στόμα, ο άνεμος πισωπάτησε για καλό και για κακό.

Το φτερό στο καπέλο πήγε πέρα δώθε, ο άνθρωπος πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά και με όση δύναμη φύσηξε άλλο τόσο μαγευτικά ξεπήδησαν οι νότες από την άλλη άκρη. Μια μελωδία δίχως ταίρι τύλιξε τις κορυφές, και τα σύννεφα που έπαιζαν κυνηγητό στον ουρανό, χαμήλωσαν για να αφουγκραστούν.

Ο άνεμος είχε μείνει άφωνος κι αν δεν είχε τσιγκουνευτεί εκείνα τα μαθήματα βαλς πριν από δύο χρόνια, τότε σίγουρα θα χόρευε παρασυρμένος απ’ τη μελωδία. Ναι! Κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι το ομορφότερο τραγούδι: Λα, λα, λα… Παμ, παμ, πομ… Παραράμ, παμ…

Αφού ο άνθρωπος έπαιξε για λίγη ώρα, απότομα σταμάτησε, υποκλίθηκε θεατρινίστικα, μάζεψε τα χαρτιά κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Ο άνεμος αλαφιασμένος τον πρόφτασε και τον σκούντηξε στον ώμο. Ο άνθρωπος γύρισε και υψώνοντας το φρύδι, ρώτησε: «Τι θες; Είχαμε μια συμφωνία αν ξέχασες».

Ο άνεμος κατένευσε και εξήγησε μπουρδουμιστά: «Έχεις δίκιο αφέντη μαέστρο. Μα σκέψου κι εμένα που γυρίζω μονάχος πάνω απ’ αυτές τις χώρες και θα θέλω να ακούω συνέχεια το τραγούδι σου. Δε με λυπάσαι;» Κατέληξε κλαψουρίζοντας. Σε ένα βιβλίο ψυχολογίας για όλους, είχε μάθει ότι αυτό λεγόταν «επίκληση στο συναίσθημα», και ήταν σίγουρος ότι έτσι θα τον τούμπαρε τον άνθρωπο.

«Πιάσε τις νότες στον αέρα», πρότεινε ο μουζικάντης.

«Είναι γρήγορες , δε τις φτάνω. Δώσε μου καλύτερα το μαραφέτι σου να φυσάω εκεί μέσα».

«Πρέπει να είσαι τρελός! Ξέχνα το! Αν θες σου αντιγράφω τα χαρτιά μου, να τα διαβάζεις. Το ίδιο είναι».

«Δεν ξέρω να διαβάζω».

«Αφού πριν είπες πως είσαι παντοδύναμος και ξέρεις τα πάντα».

«Είπα ψέματα, διάολε. Τι θες τώρα; Να σε φυσήξω από’ κει που ‘ρθες, μα τον ρήγα κούπα!»

«Όχι, όχι. Κάποια λύση θα βρούμε. Ας σκεφτούμε».

Έβαλαν τα χέρια στην πλάτη κι άρχισαν να χαράζουν κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο. Πέρασε λίγη ώρα και λίγη ακόμα. Τα σύννεφα βαρέθηκαν και σκόρπισαν. Έμεινε ο ήλιος να παρατηρεί από ψηλά το προβληματισμένο δίδυμο. Η βλάστηση στο βουνό ηρεμούσε, τα πουλάκια κελαηδούσαν.

Άξαφνα ο άνθρωπος χτύπησε το χέρι στο κεφάλι του και το πρόσωπό του φωτίστηκε : «Το βρήκα!» Ο άνεμος χτύπησε χαρούμενος τις παλάμες του και περίμενε να ακούσει. Οι άνθρωποι ήταν σοφοί, κανείς δεν το αμφισβητούσε αυτό.

«Η λύση είναι απλή! Από δω και πέρα απ’ όπου κι αν περνάω θα μαθαίνω το ομορφότερο τραγούδι σε όσους συναντώ. Έτσι όλοι θα το ξέρουν, από παντού θα ακούγεται και τα αυτιά σου θα τέρπονται».

Ο άνεμος χοροπήδησε απ’ τη χαρά του. Έσφιξε εγκάρδια τον μουζικάντη στην ψυχρή, πλην θερμή αγκαλιά του και τον αποχαιρέτισε γεμίζοντάς τον με πλούσια δώρα (μια γοργόνα σε ακροκέραμο, ένα σακί γύρη, μια χούφτα χαλάζι, ένα χιλιοτρυπητό λαγήνι και ένα μπαούλο με εκλεκτό κοπανιστό αέρα).

Ο άνθρωπος ζωγράφισε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του και αποφάσισε να δωρίσει στον άνεμο κάτι, που μάντεψε ότι θα του ήταν πολύτιμο. Με αργές κινήσεις έβγαλε μια τράπουλα από τον κόρφο του κι άρχισε να την ξεφυλλίζει γρήγορα-γρήγορα. Ο άνεμος θα μπορούσαμε να πούμε ότι μασουλούσε τα νύχια του από την αγωνία. Θα τον έβρισκε επιτέλους;

Όμως όχι. Η τράπουλα έφτασε στο τελευταίο φύλλο χωρίς η έρευνα να ευοδωθεί. Ο άνεμος τα έβαψε μαύρα, κατέβασε τα μούτρα του, έβαλε την ουρά στα σκέλια.

Και τότε… Έγινε!

Ο άνθρωπος με μια περίτεχνη κίνηση, κούνησε τα χέρια του στον αέρα, χρυσόσκονη σκόρπισε απ’ τα μανίκια του και σαν να ήταν δεμένο με αόρατα νήματα, ένα τραπουλόχαρτο ξεμύτισε κάτω απ’ το καπέλο του και προσγειώθηκε μπροστά στον άνεμο. Ο μαέστρος έκανε ξανά μεταβολή, ύψωσε το χέρι του για χαιρετισμό και ροβόλησε τον κατήφορο. Ο άνεμος έμεινε για λίγο μόνος. Η απεραντοσύνη του τοπίου άρχισε να τον καταπίνει. Ο ήλιος πέρα μακριά Ανατολικά (ή Δυτικά; πάντα το μπέρδευε) χανόταν πίσω από σκοτεινούς όγκους.

Ο άνεμος πήρε λίγη φόρα και ετοιμάστηκε να πηδήξει προς την πλαγιά. Ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι με τις δέκα μπαλκονόπορτες. Ο ρήγας κούπα θα ταίριαζε τέλεια στον πύργο που έφτιαχνε. Θα προσπαθούσε να τον τοποθετήσει το ίδιο κιόλας βράδυ.

Το μόνο που έπρεπε να θυμάται, ήταν να κρατάει την αναπνοή του.


Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Κοράκι σε άλικο φόντο - Άμμος του Άμμωνα Βασιλιάς Ίκελος - Μαύρο Μάμπα

Οι εκλογές στη χώρα συνεχίζονται...

Κανονικά η ανάρτηση αυτή θα έπρεπε να είναι με πολύ πιο ευχάριστα χρώματα, αλλά πάντα κάτι μικρό συμβαίνει και σε απογοητεύει. Όχι σχετικά με τη χώρα, τα μνημόνια, την κρίση, τους λιμούς και καταποντισμούς. Αυτά είναι μέρος της καθημερινότητας, τίποτα σπουδαίο. Εννοώ σχετικά με την κατάσταση στο χώρο του βιβλίου, αλλά θα καταλάβετε για ποιο πράγμα μιλάω, διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο της ανάρτησης. Ας αρχίσουμε όμως με ορισμένα πολύ ευχάριστα.

Η σημαντικότερη στιγμή για το ελληνικό φάνταζυ, τουλάχιστον για φέτος, αλλά και για τα τελευταία χρόνια, έφτασε. Όπως θα ξέρετε και όσοι διαβάζετε το σχετικό ιστολόγιο, το Κοράκι σε Άλικο Φόντο είναι ένα μυθιστόρημα φαντασίας του Λευτέρη Κεραμίδα, που σύντομα πιστεύω θα χαρακτηριστεί ως ο ελληνικός μύθος των Οτόρι.
Ο Λευτέρης διαθέτει μια εξαιρετική πένα και εγώ προσωπικά βελτιώθηκα πολύ διαβάζοντας κείμενα και διηγήματά του. Πέρα από αυτά είναι και ένας εξαιρετικός άνθρωπος, αλλά αρκετά με το λιβάνισμα, εσείς ως αναγνώστες δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τίποτα από αυτά. Αυτός που σας ενδιαφέρει και μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε την ποιότητά του, είναι ο τρόπος γραφής του. Πηγαίνοντας στο ιστολόγιο του βιβλίου θα βρείτε μια προδημοσίευση του πρώτου κεφαλαίου (και πολλά άλλα συνοδευτικά κείμενα, καθώς και μαγευτικά παραμύθια από τον κόσμο).
Μία γεύση για το βιβλίο (σχεδόν κυριολεκτικά) μπορείτε να πάρετε και στο σχετικό άρθρο στο ιστολόγιο της Ευθυμίας Δεσποτάκη, ενώ λεπτομέρειες υπάρχουν και στην εκτενή συζήτηση στο sff. Τέλος, ξεχωριστή μνεία αξίζει το αισθητικό κομμάτι του βιβλίου: το εξώφυλλο που σχεδίασε ο Γιώργος Ναζλής είναι χωρίς υπερβολή ένα από τα ομορφότερα που έχω δει.

Ανεβάζω και ένα απόσπασμα από τον υπέροχο χάρτη του βιβλίου (διά χειρός Ozzo), ενώ αντιγράφω και την πρώτη ανάρτηση του συγγραφέα στο ιστολόγιό του στις 8 Οκτωβρίου του 2008, λόγια που σηματοδοτούσαν την αρχή ενός ανεπανάληπτου ταξιδιού: "Δημιουργώ σήμερα αυτό το ιστολόγιο για την υποστήριξη της σειράς φανταστικής λογοτεχνίας (φάνταζυ, συγκεκριμένα) "Οι Γιοι της Στάχτης", την οποία γράφω και φιλοδοξώ να εκδόσω. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν. Μόλις ολοκλήρωσα τις διορθώσεις στο πρώτο βιβλίο και ετοιμάζομαι να το ταχυδρομήσω σε εκδότη. Σιγά-σιγά, μια φορά την εβδομάδα ίσως, λέω ν' αρχίσω να μοιράζομαι λεπτομέρειες για τον κόσμο που έχω πλάσει στο μυαλό μου και στο χαρτί. Κι επίσης να μοιράζομαι την αγωνία μου για το αν θα γίνει δεκτό προς έκδοση το βιβλίο, αν θα πάει καλά (σε περίπτωση που φανώ τυχερός κι όντως εκδοθεί) κτλ. Πολλές ιδέες έχω και πολλή όρεξη, όπως όλοι όταν στήνουν ένα ιστολόγιο. Αν όντως θα τις υλοποιήσω, αν θα συνεχίσω να έχω όρεξη να προσθέτω σ' αυτά που μόλις διαβάσατε; Θα δείξει".

Πλέον το Κοράκι έχει κουρνιάξει στα ράφια των βιβλιοπωλείων και σύντομα σε πολλές βιβλιοθήκες. Λευτέρη, καλή επιτυχία. Είναι δεδομένη.

Στα πολύ καλά νέα (τουλάχιστον για μένα) είναι ότι πλέον οι βορειοδυτικές εκδόσεις έχουν πάρει σάρκα και οστά, τα πρώτα βιβλία έχουν σχεδόν ετοιμαστεί και ελπίζω στις αρχές Δεκέμβρη να έχουν συναντήσει τους πρώτους αναγνώστες. Περισσότερα όμως σε λίγες μέρες, όταν θα έχω οργανωθεί πλήρως.

Σε άλλα νέα, στο site των εκδόσεων Λιβάνη μπορείτε να διαβάσετε και ένα διήγημά μου, το Θρύλο της Μονοβύζας. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καταλήξει ακόμα αν τους αρέσει ο τρόπος που γράφω ή όχι.

Σχετικά με το τι διαβάζω αυτές τις μέρες, τώρα. Όσοι θυμούνται την προηγούμενη ανάρτηση, είχα ξεκινήσει τον Γιο του Ονείρου, το πρώτο μέρος της επικής τριλογίας του Manfredi. για τον Μέγα Αλέξανδρο. Λοιπόν, σχεδόν κατάπια το βιβλίο και πέρασα στο δεύτερο τόμο, την Άμμο του Άμμωνα, το οποίο επίσης ξεκοκάλισα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Όπως βλέπετε και στο αγγλικό εξώφυλλο, λέει με μεγάλα γράμματα ότι η Άμμος του Άμμωνα πρόκειται για "huge international best seller", και δεν βρίσκω κανέναν λόγο να διαφωνήσω με τον χαρακτηρισμό. Η πένα του Manfredi κάνει τις σελίδες να γυρνούν σχεδόν αστραπιαία και ο αναγνώστης θέλει να διαβάσει και άλλα από τις περιπέτειες του Αλέξανδρου. Ο Ιταλός συγγραφέας χωρίζει τη δράση σε μικρά κεφάλαια και έξυπνα επιλέγει να μην αναφερθεί με λεπτομέρειες στα πιο γνωστά περιστατικά, αλλά να δώσει βάρος σε μικρότερης σημασίας γεγονότα από την καθημερινότητα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ασία. Παράλληλα χτίζει το χαρακτήρα του Αλέξανδρου με μαεστρία, δείχνοντάς μας πώς από άνθρωπος έγινε ουσιαστικά Θεός. Θέλω πολύ να περάσω στο τρίτο βιβλίο τα Πέρατα του Κόσμου, αλλά για την ώρα θα κάνω μία παύση, γιατί ασχολούμαι με έναν άλλο βασιλιά, το Βασιλιά Ίκελο (πάντως μόλις έχει κυκλοφορήσει και το Μυστικό του Τάφου του Μέγα Αλέναδρου, από τις εκδόσεις Ψυχογιός).

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για αυτόν το βασιλιά με το μυστηριώδες όνομα, σας προσκαλώ στις 19 Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου της Πάτρας, όπου θα παρουσιάστει το ομώνυμο, καινούργιο βιβλίο του Νίκου Καρακάση. Θα συμμετέχω και εγώ, ενώ μια πρώτη γνωριμία με το συγγραφέα μπορείτε να κάνετε με μια επίσκεψη στη σελίδα του.
Και μετά από όλα αυτά, ήρθε η ώρα για την κατακλείδα. Σκέφτηκα αρκετά πριν τη γράψω, αλλά αποφάσισα να πω ξεκάθαρα τη γνώμη μου ως αναγνώστης, συγγραφέας και εκδότης. Σήμερα ανακοινώθηκε από το ΕΚΕΒΙ η βραχεία λίστα με τις δεκαπέντε υποψηφιότητες για τον τίτλο του καλύτερου βιβλίου της χρονιάς. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου το σέβομαι, όπως και το έργο που επιτελεί. Αλλά ορισμένες επιλογές του, πραγματικά σε αφήνουν έκπληκτο. Και ίσως εξοργισμένο. Την ίδια ώρα που ο διαγωνισμός και η λίστα γίνεται για να τονώσει την εικόνα του βιβλίου στην Ελλάδα, ταυτόχρονα υπάρχουν συνιστώσες, που αυτοαναιρούν το εγχείρημα.
Καταλαβαίνω ότι η βραχεία λίστα προέκυψε έπειτα από ψηφοφορία των λεσχών ανάγνωσης σε όλη τη χώρα, αλλά πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένα φίλτρο. Ένας φιλότιμος άνθρωπος να διαβάσει μια-δυο σελίδες από αυτά που προτείνονται και να πει τη γνώμη του.
Προφανώς είναι αδύνατον για κάποιον να έχει διαβάσει και τα δεκαπέντε βιβλία της λίστας και με μια πρώτη ματιά υπάρχουν πολύ αξιόλογες επιλογές μέσα σε αυτά. Αλλά εγώ θα αναφερθώ σε ένα βιβλίο, που κατά τη γνώμη μου, μάλλον βλάπτει την εικόνα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, παρά την προωθεί Δυστυχώς στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς υπάρχει το Μαύρο Μάμπα, από τις εκδόσεις Βεργίνα.
Σπάνια γράφω άσχημη κριτική για ένα βιβλίο. Αν διαβάσω κάτι που δεν μού άρεσε, προτιμώ να το αγνοήσω: δεν πειράζει, μπορεί να έχασα μερικές ώρες και να αισθάνθηκα αδικημένος, αλλά η ζωή συνεχίζεται, το επόμενο βιβλίο θα με ικανοποιήσει περισσότερο. Η λογική της Σελίδας για άλλες Σελίδες είναι να κάνει προτάσεις προς ανάγνωση και όχι το αντίθετο. Έτσι δεν θα πω πολλά λόγια. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι κακό. Όποιος έχει διαβάσει πέντε (5) βιβλία στη ζωή του, μπορεί άνετα να εξαγάγει το ίδιο συμπέρασμα με εμένα. Νομίζω αυτό αρκεί και ελπίζω ο συγγραφέας να κατανοήσει τη στάση μου. Δεν είναι θέμα ιδεολογίας, προσωπικό ή κάτι άλλο. Η αρνητική κριτική μου, και ο θυμός μου ακόμα, βασίζονται απλώς στο ότι το Μαύρο Μάμπα είναι δείγμα κακής λογοτεχνίας (πάντα σύμφωνα με τη γνώμη μου). Επειδή όμως καλό είναι να ακούγεται και η άλλη άποψη, δίνω το link των εκδόσεων Βεργίνα, στο οποίο μπορείτε να διαβάσετε μερικές ενθουσιώδεις κριτικές για το βιβλίο (δεν είμαι σίγουρος ότι όλοι όσοι έγραψαν το είχαν διαβάσει πάντως, γιατί κανείς δεν σχολίασε ότι το Μαύρο Μάμπα, είναι ουσιαστικά δύο διαφορετικού ύφους βιβλία, δεμένα στον ίδιο τόμο, αναμφίβολα μία καινοτομία, πλην άστοχη).

Πέρα από αυτά, η κριτική μου δεν έχει στόχο να επιτεθεί στο βιβλίο, αλλά να φτάσει στα αυτιά του ΕΚΕΒΙ. Νομίζω θα έπρεπε να σκεφτούν μήπως υπάρχει καλύτερος τρόπος διαλογής όσων βιβλίων υποτίθεται αντιπροσωπεύουν το αναγνωστικό κοινό της χώρας.
Αν κάποιος που διαβάζει σπάνια, δει τη λίστα και τυχαία διαλέξει το Μαύρο Μάμπα, γιατί να συνεχίσει αυτός ο άνθρωπος να αγοράζει Έλληνες συγγραφείς;

Σε κάθε περίπτωση, όσοι ενδιαφέρεστε να ψηφίσετε για την ανάδειξη του καλύτερου μυθιστορήματος της χρονιάς που μας πέρασε, μπορείτε να βρείτε αναλυτικές οδηγίες εδώ.