Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Βραχονησίδα - Νίκος Μουρατίδης

Μετά την αστική απόγνωση

Συνέντευξη στον Γιάννη Πλιώτα


Ο Νίκος Μουρατίδης μιλάει στην Μπρίζα για το νέο του βιβλίο με τίτλο «Βραχονησίδα» και όχι μόνο. Του αρέσει να ξεφεύγει από φόρμες, βαριέται να κάνει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον μόνο για το χρήμα και απευθύνει κάλεσμα προς νέους, ρηξικέλευθους συγγραφείς



Καλημέρα.
Ανοίγω για φέτος των κύκλων των συνεντεύξεων της στήλης με έναν συγγραφέα, που πιστεύω ότι τα λεγόμενά του θα κινήσουν την περιέργεια σας. Ορισμένους ίσως τους ξενίσει η επιλογή, αλλά στα στενεμένα όρια της νεοελληνικής πεζογραφίας δεν νομίζω ότι υπάρχει χώρος για προκαταλήψεις. Σήμερα λοιπόν στα Ράφια αναρτάται ο Νίκος Μουρατίδης- ναι, ο γνωστός από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Όχι γιατί είναι αναγνωρίσιμη περσόνα, αλλά γιατί διάβασα το τελευταίο βιβλίο του και μου άρεσε. Γράφει καλά δηλαδή; Ναι. Και εκτός από αυτό βοηθάει και άλλους να εκδώσουν τα έργα τους, στο νεοσύστατο εκδοτικό του οίκο, το «Τετράγωνο».
Στα γενικά, ο Νίκος Μουρατίδης γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά, σπούδασε κινηματογράφο, αλλά ασχολήθηκε με τη μουσική. Έχει γράψει σενάρια για τηλεοπτικές σειρές, το μυθιστόρημα «Αθήνα-Θεσσαλονίκη», δύο παιδικά με ήρωα το μικρό Αλκιβιάδη (εκδ. Καστανιώτη) και τη συλλογή διηγημάτων «Εγώ ήμουν αντράκι».
Τη «Βραχονησίδα» τη διάβασα σε τρεις μέρες. Είναι ένα αξιόλογο κοινωνικό μυθιστόρημα, στο οποίο θα απέδιδα το χαρακτηρισμό “literature for the masses”, χωρίς να κρύβω ίχνος ειρωνείας σ’ αυτή την πρόταση. Χαρακτηρίζεται από στρωτή, λιτή αφήγηση και μία ιστορία που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη απ’ την αρχή ως το τέλος. Παράλληλα ο συγγραφέας επιχειρεί να μοιραστεί προσωπικούς προβληματισμούς πάνω στο σύγχρονο τρόπο ζωής.
Δύο στενά συνδεδεμένες οικογένειες ταλανίζονται από εύρος προβλημάτων, σαν όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε (ή κινδυνεύουμε να αντιμετωπίσουμε) καθημερινά. Οικονομικά, μόλυνση, υποβάθμιση ζωής, έλλειψη παιδείας, ναρκωτικά, κατάπτωση ιδεολογιών, οτιδήποτε. Η λίστα θα μπορούσε να συνεχίζεται μέχρι το τέλος της σελίδας. Απέναντι σε αυτό τον ορυμαγδό, ο Μανόλης, ένας καλοκάγαθος αστός, θέτει σε εφαρμογή ένα σιωπηλό σχέδιο «σωτηρίας». Ονειρεύεται όχι απλώς να εγκαταλείψει την πόλη-κτήνος, αλλά να μετακομίσουν οι δύο οικογένειες σε ένα απομονωμένο νησάκι στα βορειοανατολικά παράλια της Λέσβου. Η «Βραχονησίδα» είναι μια καταγραφή της αστικής απόγνωσης.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι απόλυτα ευδιάκριτοι και σκιαγραφημένοι ορθά μέσω των συχνών αναδρομών στο παρελθόν τους. Τα κίνητρά τους σαγηνευμένα από μια Ουτοπία και ταυτόχρονα ορθολογιστικά. Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την εναλλαγή μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης και μου άρεσε η αμεσότητα που απέπνεε το κείμενο. Κλείνοντας το βιβλίο έμεινα με την αίσθηση ότι δεν θα πρόσθετα ούτε μία τελεία στο κείμενο.












Ομολογώ ότι αφορμή για τη συνέντευξη ήταν το εικονοκλαστικό απόσπασμα που θα διαβάσετε παρακάτω, αλλά αιτία ήταν η «Βραχονησίδα» ως έργο συνολικά. Όλα τα υπόλοιπα θα εξηγηθούν στη συζήτησή μου με τον Νίκο Μουρατίδη. Του αρέσει να ξεφεύγει από φόρμες, βαριέται να κάνει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον μόνο για το χρήμα και απευθύνει κάλεσμα προς νέους, ρηξικέλευθους συγγραφείς.
«Η τηλεόραση ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου και σπανίως βλέπω κάτι. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, που είχαν ξεφτιλιστεί και τα θέματα και οι εκπομπές, δεν θέλω να δω τίποτα πια. Είχα καταλήξει ότι τελικά όλοι αυτοί που δουλεύουν στην τηλεόραση ζουν τόσο πολύ μέσα στα σκουπίδια, που δεν τα μυρίζουν πια. Δεν τους ενοχλεί η δυσοσμία. Ούτε την Άννα την ενδιέφερε ποτέ η τηλεόραση, ευτυχώς. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η τηλεόραση σε μεγάλο ποσοστό παράγει και προωθεί, με επικίνδυνες συνέπειες, μια νέα μορφή υποκουλτούρας.»


- Χωρίς να γίνετε διδακτικό το ύφος της “Βραχονησίδας”, στο βιβλίο καταγράφονται από το Μανόλη [τον κεντρικό χαρακτήρα] σαφείς δηκτικές επισημάνσεις πάνω στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Φέρνω σαν παράδειγμα την αποστροφή του για τα mass media. Είναι και δικές σας απόψεις αυτές;

Λογικό δεν είναι, αυτά που υποστηρίζουν οι ήρωες μου να είναι δικά μου πιστεύω; Φυσικά και θέλω να σταθώ κριτικά απέναντι στα μέσα μαζικής πληροφόρησης, δηλαδή της τηλεόρασης. Έχει καταντήσει πολύ επικίνδυνος ο ρόλος της. Είδατε τι έγινε στο τέλος του βιβλίου…

- Θα προτιμούσατε μία εναλλακτική πραγματικότητα χωρίς την εφεύρεση της τηλεόρασης ή έχετε την ελπίδα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί; Τελικά φταίει το μέσο ή ο τρόπος χειρισμού του;

Ο τρόπος. Σκέφτομαι, δεν υπάρχει κάποιος καναλάρχης που να πει: «Εγώ στο κανάλι μου δεν θέλω σκουπίδια. Εγώ στο κανάλι μου δεν θα δείξω αυτά τα πράγματα, θα δείξω τα άλλα». Η τηλεόραση σαν συσκευή ή σαν εφεύρεση δεν μας κάνει κακό. Υποτίθεται ότι ενημερώνει και ψυχαγωγεί. Αμ δε…

- Οι δύο οικογένειες στο βιβλίο παρουσιάζονται απηυδισμένες από τη ζωή στην Αθήνα. Εσείς θα ακολουθούσατε ποτέ το παράδειγμά τους και να καταφύγετε απομονωμένος σε μια βραχονησίδα;

Με μια καλή παρέα, άνετα. Δεν ξέρω αν θα το έκανα στα τριάντα μου, αλλά τώρα που έχω δει και έχω ζήσει το κόλπο, φεύγω και για βραχονησίδα και για βουνό, ακόμα και για ακριτικό χωριό. [γέλια]

- Πόσο δύσκολο είναι ένας άνθρωπος που έχει συνδεθεί τόσο στενά με την τηλεόραση (και επιτρέψτε μου να πω: όχι με το αξιολογότερο/ποιοτικότερο πρόσωπό της), να γίνει αποδεκτός ως συγγραφέας; Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε με ψευδώνυμο;

Όχι, δεν σκέφτηκα να γράψω με ψευδώνυμο. Δεν μου αρέσουν τα ψεύδη και τα ψεύτικα. Το ότι τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής μου συμμετέχω σε κριτική επιτροπή μουσικών talent show δεν ακυρώνει ό,τι άλλο έχω κάνει. Επίσης αν κάποιοι θεωρούν πταίσμα τη συμμετοχή μου δεν με αφορά. Έχω ρίξει πολύ δουλειά στη ζωή μου, [στο www.nikosmouratidis.gr μπορείτε να δείτε τα πάντα], και δεν επιτρέπω σε κανένα να με κρίνει επιπόλαια.

- Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που παρατήσατε στη μέση και γιατί;

Του Πάνου Καρνέζη το «Πάρτι γενεθλίων». Με κούρασε, ή μάλλον με απογοήτευσε. Μου άρεσαν τόσο πολύ οι «Μικρές ατιμίες» του!

- Ποιο βιβλίο θεωρείτε υπερεκτιμημένο;

Πολλά. Πάρα πολλά. Το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» για παράδειγμα;

- Διαβάζετε περισσότερο Έλληνες ή ξένους συγγραφείς;

Διαβάζω γενικά ό,τι μου κάνει εντύπωση χαζεύοντας στα βιβλιοπωλεία και φυσικά βιβλία για τα οποία έχω διαβάσει κάποια καλή κριτική από ανθρώπους που εκτιμώ. Δίπλα στο κομοδίνο μου μπορείτε να βρείτε από αυτοβιογραφίες μέχρι αστυνομικά και από λογοτεχνία μέχρι δοκίμια.

- Ποιο βιβλίο ζηλεύετε τόσο ώστε να θέλατε να το είχατε γράψει εσείς;

Ε, τώρα! Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Κι αν σας πω το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» τι θα καταλάβετε; Είναι τόσα πολλά τα βιβλία που μας έχουν ταξιδέψει όταν είμαστε παιδιά, στην εφηβεία και μετά όταν πια μεγαλώνουμε… Ζηλεύω πάααααααααρα πολλά βιβλία.

- Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το marketing στις πωλήσεις;

Δεν έχω ιδέα. Είμαι πολύ καινούργιος στο χώρο των εκδόσεων για να προλάβω να μάθω τα κόλπα του marketing. Και σας πληροφορώ θα προσπαθήσω να τα αποφύγω όσο μπορώ. Μ’ αρέσει να κάνω μερικά πράγματα… Κόντρα.

- Για ποιο λόγο αποφασίζει κάποιος να γίνει εκδότης;

Από μια ανάγκη διαφορετικής επικοινωνίας. Εγώ για παράδειγμα ήθελα να αποδεσμευτώ από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους και τις απαιτήσεις τους για να εκδίδω μερικά βιβλία που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν τύχη. Ξέρετε πόσοι νέοι άνθρωποι υπάρχουν που δεν μπορούν να βρουν την άκρη τους γιατί οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι «καίγονται» να κυκλοφορήσουν μόνο best seller;

- Ποιοι είναι οι στόχοι του «Τετραγώνου»; Θα δεχόσασταν να θυσιάσετε μέρος αυτών των στόχων, υπό την πίεση της εμπορικότητας;

Μπα, βαριέμαι να κάνω πράγματα που δεν έχουν ενδιαφέρον μόνο και μόνο για το χρήμα και την εμπορική επιτυχία. Για να καταλάβετε, θα βγάλω μια ποιητική συλλογή και μια συλλογή από Νανουρίσματα -πραγματικά αριστουργήματα και τα δύο- που αν και όλοι μου λένε ότι είναι αντιεμπορικά είδη, εγώ θα τα βγάλω σε υπερπολυτελείς εκδόσεις. Έτσι για να τονίσω την σπουδαιότητα τους αλλά και για να πάω και κόντρα.

- Πόσο ανοιχτό είναι το «Τετράγωνο» σε νέους συγγραφείς; Είναι στις προθέσεις σας να επικεντρωθείτε σε συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας;

Όχι θέλω να βγάζω τα πάντα, που όμως στο είδος τους θα είναι πρωτότυπα και ενδιαφέροντα. Και μυθιστορήματα, και διηγήματα και παιδικά… Τα πάντα. Βρίσκω λοιπόν την ευκαιρία τώρα απ’ αυτή τη κουβέντα μας να πω ότι θέλουμε να μας στέλνουν οι νέοι άνθρωποι χειρόγραφα τους. Για περισσότερες λεπτομέρειες www.ekdoseistetragono.gr.

- Ετοιμάζετε τώρα κάποια νέα κυκλοφορία;

Βεβαίως και θα σας αρέσει πολύ. Μια νέα κοπέλα, η Στέργια Κάββαλου μού έφερε μια συλλογή από θαυμάσια διηγήματα με τίτλο «Αλτσχάϊμερ trance». Κυκλοφορούν 15 Μαρτίου. Βγάζω και δύο παιδικά πασχαλιάτικα.

- Θα μας πείτε δύο λόγια για το άλλο βιβλίο σας, το “Εγώ ήμουν αντράκι”;

Είναι δέκα ιστορίες που μας τις διηγούνται δέκα αγόρια και που η μία μπαίνει μ’ ένα περίεργο τρόπο μέσα στην άλλη. Γράφοντας το, ήθελα να μάθω τι ακριβώς αναζητούν όλα αυτά τα πρόσωπα που εμπλέκονται με συγγενείς, φίλους, ξένους, μνήμες, έρωτα, θάνατο, ναρκωτικά και σεξ; Την ευτυχία, την αναγνώριση ή τον πλούτο; Και κατέληξα ότι οτιδήποτε κι αν ψάχνουν, όλοι συμμετέχουν σ’ ένα «παιχνίδι» που κινείται γύρω απ’ την ανάγκη τους για επαφή και για την αναζήτηση στο νόημα του έρωτα.

- Τι γράφετε αυτή την περίοδο; Σας ενδιαφέρει να πειραματίζεστε με τη γραφή σας;

Τώρα δεν γράφω τίποτα. Το περασμένο καλοκαίρι ξεκίνησα ένα ερωτικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στις Σπέτσες τη δεκαετία του ’70, και σήμερα. Όμως τον Σεπτέμβριο το έκλεισα στο συρτάρι. Θα το ξαναπιάσω μόλις ησυχάσω λίγο απ’ τις υπόλοιπες δουλειές μου. Η συγγραφή θέλει απομόνωση. Όσο για πειραματισμούς δεν έχω μπει ακόμα στην διαδικασία. Προς το παρόν θέλω να μάθω να αφηγούμαι όσο το δυνατόν καλύτερα τις ιστορίες μου.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Τα καλύτερα του 2009!

Τα δέκα συν… αγαπημένα βιβλία της χρονιάς

Του Γιάννη Πλιώτα


Πίσω στις επάλξεις μετά τις πολυήμερες διακοπές, με μια μικρή ανασκόπηση για τη χρονιά που πέρασε, το 2009 αν το θυμάστε. Διάβασα αρκετά βιβλία τους δώδεκα τελευταίους μήνες, παλιά και καινούργια, ορισμένα εξαιρετικά και ευτυχώς λίγα μόνο που δεν άφησαν καλή γεύση στον αισθητικό ουρανίσκο μου. Μπορώ να καυχηθώ ότι δεν παράτησα κανένα βιβλίο στη μέση και ότι σχεδόν αποκλειστικά, τα δώρα που έκανα σε φίλους και γνωστούς ήταν βιβλία (χωρίς να είμαι βέβαιος ότι αυτό τους ενθουσίασε όλους). Γενικά το 2009 ήταν μια καλή χρονιά νομίζω.

Σήμερα σας παρουσιάζω επιγραμματικά μία άτυπη λίστα με όσα μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση το 2009 και εκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα (δεν θέλω να ανακαλύψω την Αμερική και να σας προτείνω το «Εκατό χρόνια μοναξιά» για παράδειγμα). Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι επιλογές μου θα αρέσουν και σε εσάς, αλλά αν πέσει στα χέρια σας κάποιο από αυτά τα βιβλία, θα πρότεινα να το ξεκινήσετε. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, ας ξεκινήσουμε για τα δέκα αγαπημένα της χρονιάς, σε απόλυτα τυχαία σειρά και με έμφαση σε σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς.

Πρώτο στη λίστα: «Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», του Χρήστου Χρυσόπουλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι ένα βιβλίο που είχα παρουσιάσει αναλυτικά το Φεβρουάριο και είχαμε φιλοξενήσει στην Μπρίζα μια αποκλειστική συνέντευξη του συγγραφέα. Διαβάζοντας την πρώτη κιόλας σελίδα είχα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο και πολύ ποιοτικό βιβλίο. Συνοπτικά, ένα απόσπασμα από τη ζωή της ποιήτριας Λώρας Τζάκσον δίνει την αφορμή στο Χρυσόπουλο να αναζητήσει χαμένους ποιητικούς δρόμους. Πριν λίγες μέρες το βιβλίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών ως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.
Δεύτερο: «Αν ήταν όλα… αλλιώς», της Αλκυόνης Παπαδάκη από τις εκδόσεις Καλέντη. Ανάμεσα στα μεγάλα ευπώλητα της χρονιάς και υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών. Τα πάθη μιας οικογένειας, δοσμένα με γλυκόπικρο τρόπο και παραδοσιακό ύφος.
Κατάφερα να χωρέσω στη λίστα δύο βιβλία με συγγραφείς που έχουν το ίδιο όνομα: ακολουθεί «Ο ήχος του ακάλυπτου», της Κάλλιας Παπαδάκη από τις εκδόσεις Πόλις. Μια συλλογή διηγημάτων που περιστρέφονται γύρω από τον ακάλυπτο χώρο μιας πολυκατοικίας. Θα βρείτε ομοιότητες με τη ζωή σας.
Τέταρτο ένα κόμικ που έχω επαινέσει επανειλημμένα. «Logicomix» φυσικά από τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Χρίστο Παπαδημητρίου. Μεγάλη επιτυχία και στην Αμερική (πρώτο στη λίστα των best sellers των New York Times) για μια ιστορία πάνω στην υπέρτατη λογική, που οδηγεί στην τρέλα.
Στο νούμερο πέντε ένα βιβλίο από το 2008, το «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», της Έλενας Μαρούτσου από τον Καστανιώτη. Μια σύγχρονη ιστορία αναζήτησης της αγάπης με φόντο τους πίνακες του Μαγκρίτ και την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Μην αναρωτιέστε για το πώς συνδέονται όλα αυτά. Απλώς διαβάστε το.
Ακολουθεί ένα γνήσιο τέκνο της Μεσσηνιακής γης, ο Νίκος Αραπάκης με το «Και στη μέση η θάλασσα», από τις εκδόσεις Μπατσιούλας. Σχεδόν «ιστορικό» μυθιστόρημα για τις σχέσεις δύο γειτονικών λαών, που μοιάζουν με τους Τούρκους και τους Έλληνες. Όπως συνέβαινε, οι ξένες δυνάμεις και οι δουλοπρεπείς ηγέτες τους σχεδιάζουν να τους ρίξουν στη δίνη ενός πολέμου.
Στην έβδομη θέση το εκπληκτικό «Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», του ποιητή Αργύρη Χιόνη. Ταξιδέψτε με τις μικρές ιστορίες για να βρεθείτε στην Ακαλακούμπα χορεύοντας ρούμπα.
Συνεχίζω με το βαρύ πυροβολικό της σύγχρονης αμερικανικής μυθιστοριογραφίας, τον Φίλιπ Ροθ. Δυστυχώς ακόμα δεν του έχουν δώσει νόμπελ του ανθρώπου, εγώ διάβασα την «Αντιζωή», από τις εκδόσεις Πόλις, εσείς διαβάστε οποιοδήποτε δικό του και ταυτιστείτε με τον κυνικό κλασικό ήρωα των βιβλίων του, τον Ζούκερμαν.
Στην ένατη θέση ένα βιβλίο για να σας τρομοκρατήσει. «Ιός» του πρωτοπόρου Scott Sigler από τις εκδόσεις Πλατύπους.
Καταπατώντας την έννοια του top-10, στη δέκατη θέση συνωστίζονται πέντε βιβλία, που το καθένα θα ήταν κρίμα να μείνει εκτός της λίστας μου. Το κόμικ «Watchmen» του Άλαν Μουρ που μεταφράστηκε πρώτη φορά στη χώρα μας από τις εκδόσεις Anubis, το βιβλιοφιλικό «Μυστικό της τελευταίας σελίδας» του Νίκου Χρύσσου (Καστανιώτης), η συλλογή διηγημάτων «Ο βυθός είναι δίπλα» του επίσης Μεσσήνιου Νίκου Αδάμ Βουδούρη (Πατάκης), ένα ελληνικό φάνταζυ «Ο Λέκγουελ και οι ξεχασμένοι θεοί», του Κωνσταντίνου Μίσσιου (Διόπτρα) και το εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα «Σκοτώστε τον Ρόμελ» του δάσκαλου Στίβεν Πρέσφιλντ (Πατάκης).
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα το 2010; Το «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» του Λουίς Σεπούλβεδα από τις εκδόσεις Άγρα. Ήταν δώρο και αποδείχθηκε καλό βιβλίο, ενώ για να γράψω τη στήλη έκανα ένα μικρό διάλειμμα από τη «Βραχονησίδα» του Νίκου Μουρατίδη, ο οποίος με έχει εκπλήξει ευχάριστα. Ραντεβού σε δύο εβδομάδες σε κάποιο διαφορετικό σημείο όπου θα συναντήσετε τη Μπρίζα. Και σας υπόσχομαι ότι τότε θα διαβάσετε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.