Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Σταυρούλα Σκαλίδη - Κρέας από σταφύλι

«Κρέας από σταφύλι»

Συνέντευξη της Σταυρούλας Σκαλίδη στον Γιάννη Πλιώτα


Σχεδόν Απρίλιος! Ο χρόνος κυλάει πολύ γρήγορα και πιθανότατα τις ώρες που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές εγώ θα ταξιδεύω με λεωφορείο, παρέα με ένα βιβλίο. Πηγαίνω στην Κόνιτσα να παρουσιάσω το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μίσσιου «Η νύχτα της λευκής παπαρούνας» και αν σας φέρει ο δρόμος σας στο βορρά, η εκδήλωση γίνεται το Σάββατο 27 Μαρτίου στις 7 το απόγευμα.
Η επιλογή του «ποιο βιβλίο να διαβάσω τώρα» είναι περίπλοκη διαδικασία για όλους. Μπορεί να το έχει προτείνει ένας φίλος, να είναι κάτι που διαφημίζεται, να είναι δώρο, να είναι γνωστός ο συγγραφέας, να υπάρχει σ’ όλες τις βιτρίνες, το εξώφυλλο να είναι όμορφο ή η πλοκή στο οπισθόφυλλο μυστηριώδης. Για μένα συνήθως η επιλογή είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων, άρα μπορεί να θεωρηθεί απολύτως τυχαία. Αν διαβάσω κάτι από έναν συγγραφέα και μου αρέσει πολύ, δεν σπεύδω να διαβάσω τα άπαντά του. Αφήνω καιρός να περάσει μέχρι να διαβάσω πάλι κάτι δικό του, να αφομοιώσω το προηγούμενο και να το απολαύσω με το πέρασμα του χρόνου. Επίσης θέλω να διαβάζω βιβλία από πολλά διαφορετικά είδη. Από ποίηση μέχρι ιστορία και από συναισθηματικά μέχρι φάνταζυ, όλοι οι καλοί χωράνε κι όλοι οι πιστοί ας προσέλθουν.
Σε κάθε περίπτωση ήμουν τυχερός γιατί έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο της Σταυρούλας Σκαλίδη «Κρέας από σταφύλι», ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Κατ’ αρχάς λίγα λόγια για τη συγγραφέα. Η Σταυρούλα Σκαλίδη γεννήθηκε το 1978 στον Άγιο Αδριανό Αργολίδος και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί και το βιβλίο της «Προδοσία και εγκατάλειψη», που τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω.
Θα σταθώ σε δύο σημεία. Είναι σημαντικό ότι το προηγούμενο βιβλίο της τιμήθηκε από το Διαβάζω, δηλαδή το πιο έγκυρο λογοτεχνικό περιοδικό της χώρας. Ναι, τα βραβεία και οι διαγωνισμοί στην τέχνη είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για συζήτηση, αλλά η βράβευση παραμένει βράβευση. Επίσης το «Κρέας από σταφύλι» είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως στις εκδόσεις Πόλις. Θεωρώ ότι η Πόλις ανήκει στους δύο-τρεις αξιολογότερους εκδοτικούς οίκους. Χωρίς υπερβολή θεωρώ ότι οποιοδήποτε βιβλίο έχει τη σφραγίδα αυτή, είναι αξιανάγνωστο.
Όταν λοιπόν το κράτησα ομολογώ ότι κοιταχτήκαμε με το εξώφυλλο λίγο καχύποπτα. Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, έβρισκα δύσκολο να συμβιβαστώ με τον τίτλο: «Κρέας από σταφύλι, μια ιστορία ωμοφαγίας». Κέντρισε, όμως την περιέργειά μου και ευθύς καταβυθίστηκα στην ιστορία. Η πρώτη σειρά του μυθιστορήματος έχει ως εξής: «Θα σου σπάσω το κεφάλι στα πλακάκια. Τ’ ακούς;».
Η αυλαία ανοίγει με τα οργισμένα λόγια του Θεόφιλου, ενός ανθρώπου που συσσωρεύει χρόνια μέσα του μίσος και αποστροφή για τη μητέρα του. Τελικά ξεσπάει και εγκαταλείπει σπίτι, οικογένεια και χωριό για να ζήσει μια άλλη ζωή, μακριά και ξένος απ’ όλους. Είναι μια ζωή πιο γαλήνια, αλλά αναγκάζεται να την πληρώσει πολύ ακριβά, ο Θεόφιλος θα μπορούσε να γίνει ήρωας σε αρχαία τραγωδία.
Το «Κρέας από σταφύλι» διαβάζεται πολύ γρήγορα, οι 133 σελίδες πέρασαν από τα χέρια μου σε λιγότερο από δύο μέρες. Η γλώσσα της Σταυρούλας Σκαλίδη είναι περίτεχνη, δείχνει η συγγραφέας ότι χειρίζεται με εκπληκτική άνεση το λόγο. Στο ίδιο άρτιο επίπεδο και η ιστορία, με τα στοιχεία που μπλέκονται να είναι στις κατάλληλες αναλογίες και αρμονικά τοποθετημένα. Κεντρικός άξονας είναι οι ενδοοικογενειακές σχέσεις και το πώς αυτές επηρεάζονται από τον απρόβλεπτο παράγοντα της τρέλας. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που θίγεται είναι αυτό των ανθρώπων του περιθωρίου, αυτών που δυστυχώς είναι αόρατοι τόσο στα μάτια του κράτους, αλλά και στα δικά μας. Είναι μια δύσκολη παραδοχή και ελπίζω να βάλει τους αναγνώστες του βιβλίου σε σκέψεις.
Αν σας αρέσουν τα κλασικά αναγνώσματα της νεοελληνικής πεζογραφίας, νομίζω θα αγαπήσετε την ιστορία ωμοφαγίας όσο και εγώ. Επειδή μου άρεσε τόσο πολύ αποφάσισα να αναζητήσω την ίδια τη συγγραφέα και να μας εκθέσει τις απόψεις της περί συγγραφής και βιβλίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή ερωτήσεων.

- Γιατί χαρακτηρίζετε το «Κρέας από σταφύλι», μια ιστορία ωμοφαγίας;

Γιατί είναι. Και ομοφαγίας. Οι ήρωές μου τρώνε τις σάρκες τους μεταξύ τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για χάρη και εξαιτίας των συναισθημάτων τους. Τρώγονται ζωντανοί, ωμοί, καθημερινά, κατασπαράζοντας τελικά τον ίδιο τους τον εαυτό.

- Ποιος μπορεί να βοηθήσει άστεγους ανθρώπους σαν το Θεόφιλο; Είναι ευθύνη αποκλειστικά της πολιτείας; Έχουμε όλοι ευθύνες και σε ποιο βαθμό;

Σας αντιγυρίζω την ερώτηση. Και την απευθύνω και σ’ όποιον τυχόν διαβάσει αυτές τις γραμμές. Ας το απαντήσει ο καθένας μόνος του, είναι δική του υπόθεση. Η απάντηση για μένα είναι “Εγώ σε κάθε βαθμό που αντιλαμβάνομαι”. Πριν φτάσουμε στις ευθύνες, ας τους δούμε πρώτα ότι ζουν γύρω μας, μαζί μας, χωρίς εμάς. Είναι το πρώτο βήμα. Ας τους δούμε, γιατί υποκρινόμαστε εύκολα ότι δεν υπάρχουν. Επειδή εγώ τους βλέπω -όχι πάντα κι εγώ- ήθελα να έχω κι άλλους μάρτυρες σ´ αυτό που αντικρίζω. Να μοιραστώ το βάρος. Μπορεί να είναι “ποταπός” τρόπος η λογοτεχνία και κυρίως αναποτελεσματικός, αλλά αυτόν έχω.

- Είναι λίγο τετριμμένη ερώτηση, αλλά πάντα είμαι περίεργος να μάθω: είναι κάποιοι από τους ήρωες σας πραγματικά πρόσωπα;

Τι εννοείτε εσείς “πραγματικά”; Όλοι οι ήρωές μου είναι φτιαγμένοι από υλικά της προσωπικής μου αλήθειας και αντίληψης του κόσμου, άρα έχουν υπάρξει για μένα, τουλάχιστον στη φαντασία μου. Φυσικά για να είναι αληθοφανείς στηρίζονται σε στοιχεία ρεαλιστικής πραγματικότητας “τι φοράνε, τι τρώνε, πώς ζουν, τι επαγγέλλονται”, αρκούν όμως αυτά για να κάνουν ένα πρόσωπο “πραγματικό”; Νομίζω ότι ένα κοπλιμέντο που μπορεί να μου κάνει κάποιος, είναι ότι κάτι, κάποιον του θυμίζουν οι ήρωές μου, αλλά δεν είναι σε θέση ποτέ να προσδιορίσει ποιον και τι...

- Πώς θα περιγράφατε την επίδραση που είχε σε εσάς η αποδοχή του «Προδοσία και Εγκατάλειψη» από τους κριτικούς;

Αιφνιδιάστηκα. Από εκεί και πέρα, αν αρκούσαν οι επισημάνσεις των κριτικών, τότε όλοι θα ήταν αξεπέραστοι λογοτέχνες. Κι εκείνοι οι συγγραφείς που αγνοήθηκαν από την κριτική όσο ζούσαν και αποθεώθηκαν πάλι από την κριτική μετά το θάνατό τους;

- Πόση σημαντική είναι μία βράβευση για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα; Κρύβονται κίνδυνοι;

Εσείς αν κερδίσετε ένα δημοσιογραφικό βραβείο, μετά θα γράψετε καλύτερα ή χειρότερα; Απλώς αποκτά κανείς την αίσθηση ότι τον “είδαν”, ότι παρουσιάστηκε το έργο του και δεν πέρασε απαρατήρητο. Στην αρχή αυτό ίσως να είναι μια ενθάρρυνση, στην πορεία δεν ξέρω, μπορεί να θέλω να είμαι “αθέατη”, αν αυτό μου επιτρέπει να παρατηρώ καλύτερα, να διαβάζω καλύτερα και να γράφω καλύτερα και φυσικά να ζω καλύτερα. Ποιος ξέρει; Επικίνδυνο είναι ακόμη και να καθόμαστε άπραγοι μέσα στο σπίτι μας, όλο και κάτι θα μας συμβεί.

- Μια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουν;

Προτιμώ να κάνω εγώ ερωτήσεις και ιδίως τις πιο τετριμμένες και απλές και τόσο προφανείς που ίσως κάποιοι τις παραλείπουν -δημοσιογραφική αρχή αυτή- λαμβάνεις τις πιο αναπάντεχες απαντήσεις κάποτε και μπορεί να βγάλεις και “είδηση”.

- Μπορεί να ζήσει κάποιος αποκλειστικά από τη συγγραφή στη χώρα μας; Πιστεύετε ότι το βιβλίο θα επηρεαστεί από την οικονομική κρίση;

Προφανώς ορισμένοι άνθρωποι ζουν και από τα βιβλία. Πού να ξέρω; Ένα από τα ισχυρότερα ταμπού αυτή τη στιγμή στο δυτικό κόσμο θεωρούνται οι ερωτήσεις περί των οικονομικών αποδοχών κάποιου, αλλά στην Ελλάδα δεν ντρεπόμαστε καθόλου να ρωτάμε, όσο άκομψο κι αν είναι. Όλοι με ρωτάνε πόσα λεφτά έβγαλα από το πρώτο βιβλίο. Δεν ζω από τη συγγραφή, αλλά από τη δημοσιογραφία, έντεκα χρόνια τώρα. Δεν γράφω λογοτεχνία για να βγάλω λεφτά, υπάρχουν πολύ πιο εύκολοι και ανώδυνοι τρόποι για να κερδίσει κάποιος της ζωή του, χωρίς να παίζει κορώνα-γράμματα με τον εαυτό του.
Νομίζω ότι αυτοί που διάβαζαν, συνεχίζουν να διαβάζουν, ίσως με λίγο πιο αυστηρά προσωπικά κριτήρια από παλιότερα να επιλέγουν τα βιβλία τους. Ίσως και πάλι. Μπορεί να μην έχεις περισσότερα λεφτά να διαθέσεις, αλλά άμα διαβάζεις, είναι εξάρτηση, δεν το απαρνιέσαι με τίποτα. Τα τελευταία μου λεφτά θα τα έδινα για ένα βιβλίο. Άλλωστε αυτοί που απέκτησαν λεφτά τα προηγούμενα χρόνια εύκολα, αγόρασαν τζιπ και μεζονέτες και όχι βιβλία, υποψιάζομαι...

- Διαβάζετε περισσότερους Έλληνες ή ξένους συγγραφείς; Ποιοι είναι μερικοί απ’ τους αγαπημένους σας; Υπάρχει κάποιο βιβλίο που σας έχει επηρεάσει πρώτα ως άνθρωπο και μετά ως συγγραφέα;

Διαβάζω συνεχώς και τα πάντα. Προφανώς έχω διαβάσει περισσότερο ξένη λογοτεχνία. Με “κατέκτησε” πρόσφατα ο Lawrence Durrell, που τον ανακάλυψα λόγω “Αλεξανδρινού Κουαρτέτου”. Θαυμάζω ιδιαίτερα το Θανάση Τριαρίδη από σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες. Με συγκινεί η γραφή του Μισέλ Φάις, του Σωτήρη Δημητρίου, του Κυριάκου Αθανασιάδη και πολλών άλλων που προφανώς αδικώ. Οτιδήποτε διαβάζω με επηρεάζει με κάποιον τρόπο. Ακόμη κι αν το αντιμετωπίζω αρνητικά, ως αποφυγή. Γιατί διαχωρίζετε τον άνθρωπο και το συγγραφέα; Το ίδιο πρόσωπο είναι. Είμαστε ό,τι γράφουμε κι όπως το γράφουμε. Απλώς στη ζωή μας έχουμε περισσότερους περιορισμούς απ´ ό,τι στη γραφή.

- Είναι ηλεκτρονικό το μέλλον των βιβλίων; Διαβάζετε e-books;

Είναι σίγουρα ηλεκτρονικό το μέλλον του Τύπου και στη συνέχεια και του βιβλίου, φαντάζομαι. Το χαρτί ακόμη για μένα κάνει άριστα τη δουλειά του. Απλώς δεν έχει τύχει να προμηθευτώ e-book, ίσως είναι θέμα χρόνου. Το σπίτι μου κατακλύζεται από βιβλία, λέτε σε λίγο να χωράνε όλα σε ένα φλασάκι;

- Είσαστε τακτική blogger. Πόσο έχει βοηθήσει το διαδίκτυο τους νέους συγγραφείς; Θα διαβάζατε ένα βιβλίο που δημοσιεύεται σε συνέχειες σ’ ένα ιστολόγιο;

Έχω μπλογκ, όπως κάποιος θα είχε τηλέφωνο. Ένα μέσο επικοινωνίας είναι απλώς, τίποτε άλλο. Και βιβλία να μην έγραφα, θα είχα ιστολόγιο, γιατί είναι μια δημιουργική απασχόληση. Σαν να καλλιεργώ έναν διαδικτυακό κήπο. Δεν έχει σχέση με τη συγγραφή.
Δεν έχω την υπομονή να διαβάσω ένα βιβλίο σε συνέχειες. Σαν σίριαλ, ας πούμε; Μια χαρά διαβάζω όμως διαδικτυακές ολοκληρωμένες εκδόσεις είτε τυπώνοντάς τες είτε διαβάζοντας από την οθόνη, γιατί σου το επιτρέπει η γραφή και η δομή τους.

- Πόσο δύσκολο (ή εύκολο) είναι για έναν συγγραφέα να κάνει κριτική σε βιβλία συναδέλφων;

Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι εσείς να μου απευθύνετε ερωτήσεις, από τη στιγμή που είστε συνάδελφος δημοσιογράφος; Πόσο δύσκολο ή εύκολο θα ήταν για σας αν ήμουν νηπιαγωγός; Θα είχε διαφορά; Δηλαδή είναι εύκολο να γράφει κάποιος κριτικά για το έργο κάποιου που είναι οδοντίατρος ή βιβλιοπώλης ή καθηγητής ή δάσκαλος; Είναι δύσκολο γενικά, γιατί εκτίθεσαι εσύ ο ίδιος που γράφεις για τα βιβλία, αποκαλύπτεται ο εαυτός σου -σχεδόν το ίδιο όσο και του συγγραφέα τον οποίο έχεις να αντιμετωπίσεις κριτικά-, οι προθέσεις σου. Είναι αρκετά άγριο αυτό. Ένας συγγραφέας μπορεί να μην αποκαλύψει τις προθέσεις του, αλλά ένας κριτικός είναι υποχρεωμένος απέναντι στον εαυτό του και τη στοιχειώδη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλιώς θα θεωρηθεί κακόβουλος, αναξιόπιστος.

- Κάποτε ο Δημήτριος Καμπούρογλου είπε το εξής: «Εις τον τόπον μας δεν αρκεί να γνωρίζη να γράφη κανείς, πρέπει να γνωρίζουν και οι άλλοι να διαβάζουν.» Θα θέλατε να μας το σχολιάσετε;

Ξέρετε για να φτάσει κάποιος να γράψει λογοτεχνία, πρώτα έχει διαβάσει λογοτεχνία, έχει μαγευτεί απ´ αυτή και μετά επειδή κατακλύζεται από λογοτεχνία, γράφει. Βρίσκει τον εαυτό του εκεί, ανάμεσα στις λέξεις. Οτιδήποτε άλλο μου φαίνεται μικρόψυχο. Άλλωστε δεν είμαστε μόνον ο τόπος μας σ´ αυτόν τον κόσμο.

- Θα δοκιμάζατε να γράψετε ένα βιβλίο σε εντελώς διαφορετικό είδος; Πχ ένα έργο επιστημονικής φαντασίας ή ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Ο επιτυχημένος συγγραφέας πρέπει να ταυτίζεται με τις επιθυμίες του αναγνωστικού του κοινού;

Τι θεωρείτε “επιτυχημένο συγγραφέα” εσείς; Εγώ εκείνον που καταφέρνει με ό,τι γράφει, να αγγίξει την ψυχή έστω ενός άλλου ανθρώπου εκεί έξω -να βρεθεί μέσα στην καρδιά του- και το πιθανότερο είναι να μην το μάθει και ποτέ. Τι σχέση έχει η λογοτεχνία με την επιτυχία; Η λογοτεχνία υποθάλπει και πολεμά μαζί μια διαρκώς ανανεούμενη ματαιότητα. Πολλοί από τους “επιτυχημένους συγγραφείς”, αν τους ορίζετε εσείς με βάση τις πωλήσεις τους, είναι ήδη πεθαμένοι, πώς ακολουθούν τις επιθυμίες του αναγνωστικού τους κοινού; Μήπως οι αναγνώστες δεν είναι αυτοί που τελικά ακολουθούν τους συγγραφείς και όχι το αντίστροφο;

- Τι γράφετε αυτή την περίοδο;

Κάτι που είναι στα σπάργανα ακόμα και άρα πολύ πρόωρο να εκτεθεί δημοσίως.

*Φωτογραφία της συνέντευξης:
Ύδρα Πάρντος

Δεν υπάρχουν σχόλια: