Σήμερα έχω τη χαρά και την τιμή να φιλοξενήσω έναν συγγραφέα ο οποίος έχει έρθει και παλιότερα για επίσκεψη στη σελίδα. Τότε ήταν με το πολύ καλό "Και στη μέση η Θάλασσα", ένα μυθιστόρημα για τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Τώρα επιστρέφει με ένα έργο ώριμο, να αφηγηθεί την ιστορία ενός αυτοκαταστροφικού πολέμου μέσα από τις ζωές απλών ανθρώπων.
Ο Νίκος Αραπάκης -αριστερός κατά δήλωσή του- επιχειρεί μία ψύχραιμη τομή στην περίοδο του εμφυλίου, τοποθετώντας τα πρόσωπα πάνω από τις ιδεολογίες. Ως αποτέλεσμα, παραδίδει στους αναγνώστες ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο χρόνο, αλλά και γενικότερα. Όταν αποφασίζει να γράψει για τον πόλεμο δεν βάζει ως στόχο να γίνει αρεστός, ούτε και να προσεγγίσει μόνο την επιφάνεια. Θέλει να καταγράψει τα γεγονότα όπως έγιναν και παράλληλα να αφηγηθεί μια ιστορία. Μια ιστορία όπου κύριο λόγο έχουν τα πρόσωπα και όχι οι πολιτικάντικοι ιδεοακροβατισμοί. Βάζει τα συναισθήματα πάνω από το πολύπαθο «κοινό συμφέρον» και καταλήγει ίσως στη μεγαλύτερη αλήθεια: κανείς δεν έχει δίκιο. Η γλώσσα του βιβλίου εξαιρετικά ζυγισμένη, το πλαίσιο της εποχής του εμφυλίου κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον, η ανάπτυξη της πλοκής υποδειγματική, οι χαρακτήρες ζωντανοί. Οι σελίδες γυρίζουν ροδάνι. Ούτως ή άλλως είμαι πιστός αναγνώστης του Νίκου είτε πρόκειται για τα μυθιστορήματά του ή τα status του στο facebook. Με αυτό το βιβλίο θεωρώ ότι έκανε την υπέρβαση, που κάνουν όλοι οι καλοί συγγραφείς στο μυαλό μου. Πλέον ό,τι κι αν προκύψει απ' την πένα του, γνωρίζω ότι θα αξίζει να διαβαστεί. Το «Δίκιο» δεν είναι πολιτικό μανιφέστο, είναι η καταγραφή και αφήγηση της ανθρωπιάς και της απανθρωπιάς μας.
Όλα τα υπόλοιπα θα τα μάθετε στη συζήτηση που είχαμε.
Αυτή την ερώτηση σκεφτόμουν πολύ να την κάνω διαβάζοντας το «Δίκιο»: Υπάρχουν αντιδράσεις για το περιεχόμενο του βιβλίου; Παίρνοντας ως δεδομένο ότι κανένας δεν είχε απόλυτο δίκιο, δεν είναι βέβαιο ότι και κανείς δεν θα ικανοποιηθεί; Ποιο είναι το χειρότερο σχόλιο που έχεις ακούσει;
Όταν γράφεις, και δη για ζητήματα τα οποία επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, οι κρίσεις είναι και θεμιτές και επιθυμητές. Αντιδράσεις υπάρχουν και, φαντάζομαι, θα υπάρξουν και άλλες. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Όλοι κρινόμαστε: Και οι γράφοντες και οι κρίνοντες. Η πραγματικότητα όμως, είναι ότι, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, έχει στρεβλή εικόνα για τη συγκεκριμένη εποχή, η οποία στρεβλή εικόνα οφείλεται, εν πολλοίς, στη συναισθηματική προσέγγιση, που επέβαλλε να χωρίζουμε τους ανθρώπους και τις παρατάξεις σε καλούς και κακούς. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σε περιόδους συγκρούσεων τα όρια του καλού και του κακού είναι συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα. Χωρίς να έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης, για την τροπή που πήραν τα πράγματα, υπεύθυνες είναι αμφότερες οι παρατάξεις. Ίσως να ακουστεί παράξενο, αλλά η αλήθεια είναι πως τα αρνητικά σχόλια –αναφορικά με την ιστορική προσέγγιση– είναι ελάχιστα. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν μαζί μου, διακρίνουν την πρόθεσή μου να προσεγγίσω το ζήτημα έξω από δογματισμούς και αγκυλώσεις.
Σε μία συνέντευξη ένας συγγραφέας παλιότερα μού είχε πει ότι θα ήταν ευχαριστημένος αν κάποιοι αποφάσιζαν να κάψουν το βιβλίο του. Εσύ πώς θα αισθανόσουν αν οι λέξεις σου πυροδοτούσαν ακραία συναισθήματα; Είναι κάτι που είχες σκεφτεί κατά τη διαδικασία της συγγραφής και δεν υπολόγισες ή είναι κάτι που βάρυνε σε σχέση με όσα τελικά έφτασαν σε εμάς; Συμφωνώ απόλυτα με τον συγγραφέα, που σου είχε κάνει αυτή τη δήλωση (Το ότι ο συγγραφέας που αναφέρεις και εγώ είμαστε το ίδιο πρόσωπο, είναι εντελώς τυχαίο). Αν δεν κάνω λάθος, και στη συνέντευξη που σου είχα δώσει για το προηγούμενο βιβλίο μου, με είχες ρωτήσει κάτι ανάλογο. Η θέση μου είναι ξεκάθαρη: Δεν με αφορούν οι οποιοσδήποτε αντιδράσεις. Γράφω αυτά που πιστεύω, χωρίς να με ενδιαφέρει πως θα το εισπράξουν οι αναγνώστες. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Αν, τελειώνοντας ένα βιβλίο, έχω την αίσθηση ότι υπηρέτησα την αλήθεια –έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ– είμαι ευχαριστημένος. Πάντως, για να ευλογήσω και λίγο τα γένια μου, με ικανοποιεί και με καθησυχάζει το γεγονός πως κάποιοι φίλοι ιστορικοί, οι οποίοι ειδικεύονται στη συγκεκριμένη περίοδο και με συνέδραμαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, μου απένειμαν τα εύσημα, για την εγκυρότητα της προσπάθειας. Εν κατακλείδι, όλα όσα ήθελα να γράψω τα έγραψα, χωρίς να σκέφτομαι ισορροπίες ή αντιδράσεις.
Θεωρείς ότι είναι απάτη αν ένας συγγραφέας «αμβλύνει» τα γραφόμενά του για να γίνει πιο αρεστός σε περισσότερους; Η «απάτη» είναι βαριά κουβέντα. Ας πούμε ότι δεν με εκφράζει η συγκεκριμένη λογική. Γράφω την άποψή μου αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Η πολιτική των ισορροπιών και των ίσων αποστάσεων δεν ήταν ποτέ του γούστου μου. Πάντως έχω την αίσθηση ότι αν κάποιος προσπαθήσει να γράψει ένα μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο –και στην οποία περίοδο προσπαθεί να εμβαθύνει και όχι μόνο να την χρησιμοποιήσει ως καμβά– με γνώμονα τις ίσες αποστάσεις, το αποτέλεσμα θα είναι τραγελαφικό και θα του γυρίσει μπούμερανγκ.
Είδαμε στο παρελθόν ο ακραίος φανατισμός να οδηγεί σε τραγωδίες. Πιστεύεις ότι στα εξήντα χρόνια που μεσολάβησαν η ελληνική κοινωνία μεταλλάχθηκε και ωρίμασε; Θα μπορούσαν κάποια στιγμή να επαναληφθούν τέτοια γεγονότα; Οι φανατισμένες κοινωνίες δημιουργούνται από τις εκάστοτε συνθήκες. Αυτές είναι που καθορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Αν αύριο ο πολιτισμένος κόσμος, για τον οποιοδήποτε λόγο, πεινάσει, θα έχουμε τα ίδια και χειρότερα. Μετά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι εγγενώς βίαιο ζώο. Διάβαζα πρόσφατα ένα βιβλίο για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο οποίος ήταν ο πρώτος μεγάλος εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων. Ξέρεις ποιο ήταν το φοβερό; Ότι ο πόλεμος αυτός διεξήχθη την περίοδο που η Αθήνα –κυρίως– αλλά και οι υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις άκμαζαν όσο ποτέ. Οι τέχνες, ο πολιτισμός, η ευημερία βρίσκονταν στο απόγειό τους. Κι όμως, ενώ λίγα χρόνια πριν, οι ενωμένοι Έλληνες κατατρόπωναν τους Πέρσες, λίγα χρόνια αργότερα επιδόθηκαν σε μια αλληλοσφαγή άνευ προηγουμένου. Συμπέρασμα; Ο άνθρωπος είναι το αγριότερο θηρίο. Κάθε που οι συνθήκες το επιτρέπουν ή το επιβάλλουν, το επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Μπορείς να ξεδιακρίνεις το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου σου; Υπάρχει ηθική εφαρμογή του το 2010; «Κανείς μας δεν έχει δίκιο. Ή μάλλον όλοι έχουμε και δίκιο κι άδικο. Τούτες τις μέρες σκέφτηκα πολύ· θυμήθηκα τις μέρες στο βουνό, τις μάχες στον Μελιγαλά, το ξύλο που φάγαμε στην ασφάλεια, τη φυλακή... Ξέρεις ποιοι φταίνε τελικά; Οι άνθρωποι. Εγώ, εσύ, ο Διονύσης, ο καπετάνιος. Ναι, οι άνθρωποι φταίνε· ούτε οι ιδεολογίες, ούτε τα κόμματα. Εμείς τα κάναμε σκατά. Μπορεί να μη φταίμε όλοι το ίδιο· άλλος έριξε μια κλοτσιά, άλλος δυο, άλλος δέκα, μα η ουσία είναι πως κλότσα ο ένας και κλότσα ο άλλος, ρημάδι η Ελλάδα, την αποτελειώσαμε». Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, το οποίο απόσπασμα, κατά την εκτίμησή μου, αποτελεί το σημαντικότερο μήνυμα. Για όλα τα δεινά, πρωτίστως, ευθύνονται οι άνθρωποι. Οι ιδεολογίες, οι κοσμοθεωρίες και όλα τα υπόλοιπα έπονται. Αν θέλουμε να υπάρχουν πολιτισμένες κοινωνίες, πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να υπάρχουν πολιτισμένοι και, κυρίως, χορτασμένοι άνθρωποι. Όσο βασιλεύει η αδικία, η απαιδευσιά και η φτώχεια, τα ακραία φαινόμενα δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψουν.
Πόσο προσεκτικός οφείλεις να είσαι γράφοντας κάτι που στηρίζεται σε ιστορικά γεγονότα; Για να γράψεις για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, πρέπει να είσαι αναμφισβήτητα προσεχτικός, αλλά πρωτίστως πρέπει να είσαι πολύ διαβασμένος. Αν σέβεσαι τον εαυτό σου, τους αναγνώστες και την ιστορία, οφείλεις να ερευνήσεις σε βάθος, οι «αλήθειες σου» οφείλουν να είναι απόρροια επισταμένης μελέτης και μεγάλου προβληματισμού. Μάλιστα, για κοντινές ιστορικές περιόδους, όπως αυτή της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, πρέπει να είσαι δυο φορές πιο προσεκτικός. Ζουν ανάμεσά μας πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι έζησαν τη συγκεκριμένη εποχή. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, αν γράψεις κάτι το οποίο δεν είναι αληθές, κάποιοι να σε ξεφωνίσουν. Όμως, απ’ την άλλη, οφείλεις να δοκιμάσεις και τα όριά σου, οφείλεις να βρεις αυτό που δεν έχει ειπωθεί. Αν τα καταφέρεις, έχει καλώς. Αν όχι, keep walking...
Έχει ο συγγραφέας ρόλο να διαδραματίσει σήμερα; Πόσο εύκολα μπορεί ένα βιβλίο να ξεπεράσει τα όρια της ψυχαγωγίας και να προσφέρει κάτι παραπάνω στον αναγνώστη είτε είναι ιδέες, είτε συμβουλές, είτε έμπνευση; Έχω ξαναπεί ότι είμαι οπαδός τη «μηνυματικής λογοτεχνίας». Δηλαδή, μου αρέσει ο συγγραφέας να στοχεύει στον προβληματισμό του αναγνώστη. Να του μεταφέρει τις απόψεις του, την κοσμοθεωρία του, να τον βάζει σε μια διαδικασία πνευματικής αναζήτησης και να μην ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την ψυχαγωγία του. Σε αυτή τη λογική, οι συγγραφείς είναι και θα είναι πάντοτε χρήσιμοι. Μεταφέρουν, μέσω του μύθου, προβληματισμούς στις κοινωνίες, αναγκάζουν τους ανθρώπους να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί τους. Πάνω απ’ όλα όμως, τους αναγκάζουν να σκεφτούν. Κι αυτό, σήμερα, που η αποβλάκωση: «Τρώγε, κατανάλωνε, δούλευε» προβάλλεται ως ο ενδεδειγμένος τρόπος ζωής, είναι κάτι που λείπει από τις κοινωνίες μας.
Το «Δίκιο» κάνει πολιτική; Ο Νίκος Αραπάκης κάνει πολιτική;
«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» καταγράφει την πολιτική. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, καταγράφει και την πολιτική. Διερευνά τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα των ιδεολογιών. Προσπαθεί να φωτίσει το γιατί έγιναν τα πράγματα έτσι και όχι μόνο να τα καταγράψει. Αυτό θεωρώ ότι είναι και το ατού του βιβλίου. Ακόμη και ο παντελώς άσχετος με την εποχή αναγνώστης θα αποκομίσει μια εικόνα του τι συνέβη τότε. Θα εντρυφήσει, μέσα από τη δική μου οπτική και λογική, στις ιδεολογίες, στις πρακτικές και στις συνθήκες που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη δεκαετία. Ναι, με ενδιαφέρει η πολιτική. Παλαιότερα πολύ περισσότερο, σήμερα όχι και τόσο. Ασχολούμαι μεν, επιφανειακά δε. Έχουν γίνει όλα τόσο κοινότοπα και βαρετά που δεν αξίζει τον κόπο να σπαταλάς πολύ χρόνο. Πλέον η πολιτική έχει απολέσει τον ιδεολογικό της μανδύα και έχει περιοριστεί στα της διαχείρισης.
Βλέπεις τη σημερινή κατάσταση της χώρας αισιόδοξα ή απαισιόδοξα; Ειδικότερα στο χώρο του βιβλίου, προβλέπεις κι άλλες δυσάρεστες εξελίξεις; Μολονότι φύσει αισιόδοξος, για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας δεν βλέπω φως στο τούνελ. Θα υπάρξει μια μακρά περίοδος οικονομικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής μιζέριας. Το μόνο που με κάνει να αισιοδοξώ είναι πως, λόγω των συνθηκών, θα υπάρξει μια ευκαιρία ώστε να συζητήσουμε εκ νέου ορισμένα πράγματα, να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο που λειτουργούμε, τις ανάγκες μας αλλά και τις πρακτικές μας. Και για το χώρο του βιβλίου πάνω κάτω τα ίδια προβλέπω. Τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα. Ήδη, μετά το κλείσιμο του εκδοτικού οίκου «Ελληνικά Γράμματα», που είναι ένας από τους μεγαλύτερους και παλαιότερους οίκους στη χώρα μας, στην αγορά του βιβλίου έχει σημάνει συναγερμός. Απ’ ό,τι μαθαίνω οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι απολύουν προσωπικό και προσπαθούν να σταθούν στις νέες συνθήκες χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα. Ας ελπίσουμε ότι από την κρίση, τόσο η κοινωνία όσο και ο χώρος του βιβλίου, θα εισπράξουν εκτός από τα δεδομένα αρνητικά και κάποια θετικά.
Διαβάζεις σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς; Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σε εντυπωσίασε; Παλαιότερα διάβαζα περισσότερο Έλληνες συγγραφείς και λιγότερο ξένους. Σήμερα αυτό έχει αναστραφεί. Θα έλεγα ότι διαβάζω 65% ξένη λογοτεχνία και 35% ελληνική. Η αλήθεια είναι ότι, όσο κι αν αυτό δεν μας αρέσει, η εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή δεν βρίθει ποιότητας. Πολλή σαβούρα και λίγα καλά βιβλία. Αν παρακολουθήσει κάποιος τις λίστες των ευπώλητων δεν μπορεί παρά να μελαγχολήσει. Τα εννιά στα δέκα ελληνικά μπεστ σέλερ είναι άρλεκιν. Τώρα, αναφορικά με τους συγγραφείς, θεωρώ ότι έχουμε πολλούς μέτριους, αρκετούς καλούς και ελάχιστους πολύ καλούς. Πάνω απ’ όλα όμως, νομίζω ότι λείπει ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας (ένας Παμούκ, ας πούμε), αυτός που θα καταφέρει να κάνει επιτυχία στο εξωτερικό και, ως η ατμομηχανή της ημεδαπής λογοτεχνίας, θα μπορέσει να τη σύρει έξω από τα στενά ελληνικά όριά της. Δυστυχώς, μολονότι διάβασα αρκετά μυθιστορήματα Ελλήνων τον τελευταίο καιρό, δεν μπορώ να πω ότι κάποιο από αυτά με εντυπωσίασε. Το τελευταίο εξαιρετικό μυθιστόρημα που διάβασα ήταν το «Η σύντομη θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο» του Junot Diaz (Λιβάνης).
Υπάρχει μέλλον επαγγελματικά για έναν συγγραφέα στην Ελλάδα;
Οι συγγραφείς που ζουν αποκλειστικά από το γράψιμο στη χώρα μας είναι ελάχιστοι. Κι αυτοί/ες που τα καταφέρνουν, ανήκουν –στη συντριπτική τους πλειοψηφία –στη σχολή της «ροζ λογοτεχνίας». Οι λόγοι είναι κυρίως δυο: Μικρή αγορά, η ανάγνωση δεν συμπεριλαμβάνεται στις συνήθειες του Έλληνα. Μετά υπάρχουν και άλλα επιμέρους προβλήματα που δεν καθιστούν εύκολο το βιοπορισμό από το γράψιμο. Ενδεικτικά θα αναφέρω την έλλειψη ατζέντηδων. Στην Αμερική και στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη, ο συγγραφέας γράφει και ο ατζέντης κανονίζει όλα τα υπόλοιπα (συνεντεύξεις, παρουσιάσεις, προώθηση). Εδώ ο συγγραφέας πρέπει να ασχολείται με τα πάντα. Αν δεν το κάνει, οι πιθανότητές του να πουλήσει είναι σημαντικά μειωμένες. Όμως, επειδή δεν μου αρέσει να τα βλέπω όλα μαύρα, και παρά την αντίθετη άποψη των πολλών, αν θέσεις τον οικονομικό πήχη χαμηλά, γράφεις καλά και έχεις διάθεση να το κυνηγήσεις, υπάρχουν πιθανότητες. Όχι πολλές, αλλά υπάρχουν.
Το επόμενα συγγραφικό σου βήμα;
Μπερδεμένο. Ξεκίνησα να γράφω κάτι που μοιάζει με ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά εμπεριέχει και μεγάλες δόσεις από μαγικό ρεαλισμό. Κάποια στιγμή προβληματίστηκα, το παράτησα και ξεκίνησα κάτι άλλο: Μια φάρσα που διακωμωδεί το σήμερα. Τελικά το παράτησα και αυτό και ξαναγύρισα στο πρώτο. Τώρα, που θα καταλήξει αυτό το πήγαινε έλα, θα το δείξει ο χρόνος. Κατά πάσα πιθανότητα ένα από αυτά τα δυο θα είναι η επόμενη δουλειά μου.
Ο Νίκος Αραπάκης -αριστερός κατά δήλωσή του- επιχειρεί μία ψύχραιμη τομή στην περίοδο του εμφυλίου, τοποθετώντας τα πρόσωπα πάνω από τις ιδεολογίες. Ως αποτέλεσμα, παραδίδει στους αναγνώστες ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο χρόνο, αλλά και γενικότερα. Όταν αποφασίζει να γράψει για τον πόλεμο δεν βάζει ως στόχο να γίνει αρεστός, ούτε και να προσεγγίσει μόνο την επιφάνεια. Θέλει να καταγράψει τα γεγονότα όπως έγιναν και παράλληλα να αφηγηθεί μια ιστορία. Μια ιστορία όπου κύριο λόγο έχουν τα πρόσωπα και όχι οι πολιτικάντικοι ιδεοακροβατισμοί. Βάζει τα συναισθήματα πάνω από το πολύπαθο «κοινό συμφέρον» και καταλήγει ίσως στη μεγαλύτερη αλήθεια: κανείς δεν έχει δίκιο. Η γλώσσα του βιβλίου εξαιρετικά ζυγισμένη, το πλαίσιο της εποχής του εμφυλίου κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον, η ανάπτυξη της πλοκής υποδειγματική, οι χαρακτήρες ζωντανοί. Οι σελίδες γυρίζουν ροδάνι. Ούτως ή άλλως είμαι πιστός αναγνώστης του Νίκου είτε πρόκειται για τα μυθιστορήματά του ή τα status του στο facebook. Με αυτό το βιβλίο θεωρώ ότι έκανε την υπέρβαση, που κάνουν όλοι οι καλοί συγγραφείς στο μυαλό μου. Πλέον ό,τι κι αν προκύψει απ' την πένα του, γνωρίζω ότι θα αξίζει να διαβαστεί. Το «Δίκιο» δεν είναι πολιτικό μανιφέστο, είναι η καταγραφή και αφήγηση της ανθρωπιάς και της απανθρωπιάς μας.
Όλα τα υπόλοιπα θα τα μάθετε στη συζήτηση που είχαμε.
Αυτή την ερώτηση σκεφτόμουν πολύ να την κάνω διαβάζοντας το «Δίκιο»: Υπάρχουν αντιδράσεις για το περιεχόμενο του βιβλίου; Παίρνοντας ως δεδομένο ότι κανένας δεν είχε απόλυτο δίκιο, δεν είναι βέβαιο ότι και κανείς δεν θα ικανοποιηθεί; Ποιο είναι το χειρότερο σχόλιο που έχεις ακούσει;
Όταν γράφεις, και δη για ζητήματα τα οποία επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, οι κρίσεις είναι και θεμιτές και επιθυμητές. Αντιδράσεις υπάρχουν και, φαντάζομαι, θα υπάρξουν και άλλες. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Όλοι κρινόμαστε: Και οι γράφοντες και οι κρίνοντες. Η πραγματικότητα όμως, είναι ότι, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, έχει στρεβλή εικόνα για τη συγκεκριμένη εποχή, η οποία στρεβλή εικόνα οφείλεται, εν πολλοίς, στη συναισθηματική προσέγγιση, που επέβαλλε να χωρίζουμε τους ανθρώπους και τις παρατάξεις σε καλούς και κακούς. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σε περιόδους συγκρούσεων τα όρια του καλού και του κακού είναι συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα. Χωρίς να έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης, για την τροπή που πήραν τα πράγματα, υπεύθυνες είναι αμφότερες οι παρατάξεις. Ίσως να ακουστεί παράξενο, αλλά η αλήθεια είναι πως τα αρνητικά σχόλια –αναφορικά με την ιστορική προσέγγιση– είναι ελάχιστα. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν μαζί μου, διακρίνουν την πρόθεσή μου να προσεγγίσω το ζήτημα έξω από δογματισμούς και αγκυλώσεις.
Σε μία συνέντευξη ένας συγγραφέας παλιότερα μού είχε πει ότι θα ήταν ευχαριστημένος αν κάποιοι αποφάσιζαν να κάψουν το βιβλίο του. Εσύ πώς θα αισθανόσουν αν οι λέξεις σου πυροδοτούσαν ακραία συναισθήματα; Είναι κάτι που είχες σκεφτεί κατά τη διαδικασία της συγγραφής και δεν υπολόγισες ή είναι κάτι που βάρυνε σε σχέση με όσα τελικά έφτασαν σε εμάς; Συμφωνώ απόλυτα με τον συγγραφέα, που σου είχε κάνει αυτή τη δήλωση (Το ότι ο συγγραφέας που αναφέρεις και εγώ είμαστε το ίδιο πρόσωπο, είναι εντελώς τυχαίο). Αν δεν κάνω λάθος, και στη συνέντευξη που σου είχα δώσει για το προηγούμενο βιβλίο μου, με είχες ρωτήσει κάτι ανάλογο. Η θέση μου είναι ξεκάθαρη: Δεν με αφορούν οι οποιοσδήποτε αντιδράσεις. Γράφω αυτά που πιστεύω, χωρίς να με ενδιαφέρει πως θα το εισπράξουν οι αναγνώστες. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Αν, τελειώνοντας ένα βιβλίο, έχω την αίσθηση ότι υπηρέτησα την αλήθεια –έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ– είμαι ευχαριστημένος. Πάντως, για να ευλογήσω και λίγο τα γένια μου, με ικανοποιεί και με καθησυχάζει το γεγονός πως κάποιοι φίλοι ιστορικοί, οι οποίοι ειδικεύονται στη συγκεκριμένη περίοδο και με συνέδραμαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, μου απένειμαν τα εύσημα, για την εγκυρότητα της προσπάθειας. Εν κατακλείδι, όλα όσα ήθελα να γράψω τα έγραψα, χωρίς να σκέφτομαι ισορροπίες ή αντιδράσεις.
Θεωρείς ότι είναι απάτη αν ένας συγγραφέας «αμβλύνει» τα γραφόμενά του για να γίνει πιο αρεστός σε περισσότερους; Η «απάτη» είναι βαριά κουβέντα. Ας πούμε ότι δεν με εκφράζει η συγκεκριμένη λογική. Γράφω την άποψή μου αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Η πολιτική των ισορροπιών και των ίσων αποστάσεων δεν ήταν ποτέ του γούστου μου. Πάντως έχω την αίσθηση ότι αν κάποιος προσπαθήσει να γράψει ένα μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο –και στην οποία περίοδο προσπαθεί να εμβαθύνει και όχι μόνο να την χρησιμοποιήσει ως καμβά– με γνώμονα τις ίσες αποστάσεις, το αποτέλεσμα θα είναι τραγελαφικό και θα του γυρίσει μπούμερανγκ.
Είδαμε στο παρελθόν ο ακραίος φανατισμός να οδηγεί σε τραγωδίες. Πιστεύεις ότι στα εξήντα χρόνια που μεσολάβησαν η ελληνική κοινωνία μεταλλάχθηκε και ωρίμασε; Θα μπορούσαν κάποια στιγμή να επαναληφθούν τέτοια γεγονότα; Οι φανατισμένες κοινωνίες δημιουργούνται από τις εκάστοτε συνθήκες. Αυτές είναι που καθορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Αν αύριο ο πολιτισμένος κόσμος, για τον οποιοδήποτε λόγο, πεινάσει, θα έχουμε τα ίδια και χειρότερα. Μετά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι εγγενώς βίαιο ζώο. Διάβαζα πρόσφατα ένα βιβλίο για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο οποίος ήταν ο πρώτος μεγάλος εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων. Ξέρεις ποιο ήταν το φοβερό; Ότι ο πόλεμος αυτός διεξήχθη την περίοδο που η Αθήνα –κυρίως– αλλά και οι υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις άκμαζαν όσο ποτέ. Οι τέχνες, ο πολιτισμός, η ευημερία βρίσκονταν στο απόγειό τους. Κι όμως, ενώ λίγα χρόνια πριν, οι ενωμένοι Έλληνες κατατρόπωναν τους Πέρσες, λίγα χρόνια αργότερα επιδόθηκαν σε μια αλληλοσφαγή άνευ προηγουμένου. Συμπέρασμα; Ο άνθρωπος είναι το αγριότερο θηρίο. Κάθε που οι συνθήκες το επιτρέπουν ή το επιβάλλουν, το επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Μπορείς να ξεδιακρίνεις το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου σου; Υπάρχει ηθική εφαρμογή του το 2010; «Κανείς μας δεν έχει δίκιο. Ή μάλλον όλοι έχουμε και δίκιο κι άδικο. Τούτες τις μέρες σκέφτηκα πολύ· θυμήθηκα τις μέρες στο βουνό, τις μάχες στον Μελιγαλά, το ξύλο που φάγαμε στην ασφάλεια, τη φυλακή... Ξέρεις ποιοι φταίνε τελικά; Οι άνθρωποι. Εγώ, εσύ, ο Διονύσης, ο καπετάνιος. Ναι, οι άνθρωποι φταίνε· ούτε οι ιδεολογίες, ούτε τα κόμματα. Εμείς τα κάναμε σκατά. Μπορεί να μη φταίμε όλοι το ίδιο· άλλος έριξε μια κλοτσιά, άλλος δυο, άλλος δέκα, μα η ουσία είναι πως κλότσα ο ένας και κλότσα ο άλλος, ρημάδι η Ελλάδα, την αποτελειώσαμε». Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, το οποίο απόσπασμα, κατά την εκτίμησή μου, αποτελεί το σημαντικότερο μήνυμα. Για όλα τα δεινά, πρωτίστως, ευθύνονται οι άνθρωποι. Οι ιδεολογίες, οι κοσμοθεωρίες και όλα τα υπόλοιπα έπονται. Αν θέλουμε να υπάρχουν πολιτισμένες κοινωνίες, πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να υπάρχουν πολιτισμένοι και, κυρίως, χορτασμένοι άνθρωποι. Όσο βασιλεύει η αδικία, η απαιδευσιά και η φτώχεια, τα ακραία φαινόμενα δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψουν.
Πόσο προσεκτικός οφείλεις να είσαι γράφοντας κάτι που στηρίζεται σε ιστορικά γεγονότα; Για να γράψεις για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, πρέπει να είσαι αναμφισβήτητα προσεχτικός, αλλά πρωτίστως πρέπει να είσαι πολύ διαβασμένος. Αν σέβεσαι τον εαυτό σου, τους αναγνώστες και την ιστορία, οφείλεις να ερευνήσεις σε βάθος, οι «αλήθειες σου» οφείλουν να είναι απόρροια επισταμένης μελέτης και μεγάλου προβληματισμού. Μάλιστα, για κοντινές ιστορικές περιόδους, όπως αυτή της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, πρέπει να είσαι δυο φορές πιο προσεκτικός. Ζουν ανάμεσά μας πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι έζησαν τη συγκεκριμένη εποχή. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, αν γράψεις κάτι το οποίο δεν είναι αληθές, κάποιοι να σε ξεφωνίσουν. Όμως, απ’ την άλλη, οφείλεις να δοκιμάσεις και τα όριά σου, οφείλεις να βρεις αυτό που δεν έχει ειπωθεί. Αν τα καταφέρεις, έχει καλώς. Αν όχι, keep walking...
Έχει ο συγγραφέας ρόλο να διαδραματίσει σήμερα; Πόσο εύκολα μπορεί ένα βιβλίο να ξεπεράσει τα όρια της ψυχαγωγίας και να προσφέρει κάτι παραπάνω στον αναγνώστη είτε είναι ιδέες, είτε συμβουλές, είτε έμπνευση; Έχω ξαναπεί ότι είμαι οπαδός τη «μηνυματικής λογοτεχνίας». Δηλαδή, μου αρέσει ο συγγραφέας να στοχεύει στον προβληματισμό του αναγνώστη. Να του μεταφέρει τις απόψεις του, την κοσμοθεωρία του, να τον βάζει σε μια διαδικασία πνευματικής αναζήτησης και να μην ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την ψυχαγωγία του. Σε αυτή τη λογική, οι συγγραφείς είναι και θα είναι πάντοτε χρήσιμοι. Μεταφέρουν, μέσω του μύθου, προβληματισμούς στις κοινωνίες, αναγκάζουν τους ανθρώπους να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί τους. Πάνω απ’ όλα όμως, τους αναγκάζουν να σκεφτούν. Κι αυτό, σήμερα, που η αποβλάκωση: «Τρώγε, κατανάλωνε, δούλευε» προβάλλεται ως ο ενδεδειγμένος τρόπος ζωής, είναι κάτι που λείπει από τις κοινωνίες μας.
Το «Δίκιο» κάνει πολιτική; Ο Νίκος Αραπάκης κάνει πολιτική;
«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» καταγράφει την πολιτική. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, καταγράφει και την πολιτική. Διερευνά τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα των ιδεολογιών. Προσπαθεί να φωτίσει το γιατί έγιναν τα πράγματα έτσι και όχι μόνο να τα καταγράψει. Αυτό θεωρώ ότι είναι και το ατού του βιβλίου. Ακόμη και ο παντελώς άσχετος με την εποχή αναγνώστης θα αποκομίσει μια εικόνα του τι συνέβη τότε. Θα εντρυφήσει, μέσα από τη δική μου οπτική και λογική, στις ιδεολογίες, στις πρακτικές και στις συνθήκες που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη δεκαετία. Ναι, με ενδιαφέρει η πολιτική. Παλαιότερα πολύ περισσότερο, σήμερα όχι και τόσο. Ασχολούμαι μεν, επιφανειακά δε. Έχουν γίνει όλα τόσο κοινότοπα και βαρετά που δεν αξίζει τον κόπο να σπαταλάς πολύ χρόνο. Πλέον η πολιτική έχει απολέσει τον ιδεολογικό της μανδύα και έχει περιοριστεί στα της διαχείρισης.
Βλέπεις τη σημερινή κατάσταση της χώρας αισιόδοξα ή απαισιόδοξα; Ειδικότερα στο χώρο του βιβλίου, προβλέπεις κι άλλες δυσάρεστες εξελίξεις; Μολονότι φύσει αισιόδοξος, για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας δεν βλέπω φως στο τούνελ. Θα υπάρξει μια μακρά περίοδος οικονομικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής μιζέριας. Το μόνο που με κάνει να αισιοδοξώ είναι πως, λόγω των συνθηκών, θα υπάρξει μια ευκαιρία ώστε να συζητήσουμε εκ νέου ορισμένα πράγματα, να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο που λειτουργούμε, τις ανάγκες μας αλλά και τις πρακτικές μας. Και για το χώρο του βιβλίου πάνω κάτω τα ίδια προβλέπω. Τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα. Ήδη, μετά το κλείσιμο του εκδοτικού οίκου «Ελληνικά Γράμματα», που είναι ένας από τους μεγαλύτερους και παλαιότερους οίκους στη χώρα μας, στην αγορά του βιβλίου έχει σημάνει συναγερμός. Απ’ ό,τι μαθαίνω οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι απολύουν προσωπικό και προσπαθούν να σταθούν στις νέες συνθήκες χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα. Ας ελπίσουμε ότι από την κρίση, τόσο η κοινωνία όσο και ο χώρος του βιβλίου, θα εισπράξουν εκτός από τα δεδομένα αρνητικά και κάποια θετικά.
Διαβάζεις σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς; Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σε εντυπωσίασε; Παλαιότερα διάβαζα περισσότερο Έλληνες συγγραφείς και λιγότερο ξένους. Σήμερα αυτό έχει αναστραφεί. Θα έλεγα ότι διαβάζω 65% ξένη λογοτεχνία και 35% ελληνική. Η αλήθεια είναι ότι, όσο κι αν αυτό δεν μας αρέσει, η εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή δεν βρίθει ποιότητας. Πολλή σαβούρα και λίγα καλά βιβλία. Αν παρακολουθήσει κάποιος τις λίστες των ευπώλητων δεν μπορεί παρά να μελαγχολήσει. Τα εννιά στα δέκα ελληνικά μπεστ σέλερ είναι άρλεκιν. Τώρα, αναφορικά με τους συγγραφείς, θεωρώ ότι έχουμε πολλούς μέτριους, αρκετούς καλούς και ελάχιστους πολύ καλούς. Πάνω απ’ όλα όμως, νομίζω ότι λείπει ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας (ένας Παμούκ, ας πούμε), αυτός που θα καταφέρει να κάνει επιτυχία στο εξωτερικό και, ως η ατμομηχανή της ημεδαπής λογοτεχνίας, θα μπορέσει να τη σύρει έξω από τα στενά ελληνικά όριά της. Δυστυχώς, μολονότι διάβασα αρκετά μυθιστορήματα Ελλήνων τον τελευταίο καιρό, δεν μπορώ να πω ότι κάποιο από αυτά με εντυπωσίασε. Το τελευταίο εξαιρετικό μυθιστόρημα που διάβασα ήταν το «Η σύντομη θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο» του Junot Diaz (Λιβάνης).
Υπάρχει μέλλον επαγγελματικά για έναν συγγραφέα στην Ελλάδα;
Οι συγγραφείς που ζουν αποκλειστικά από το γράψιμο στη χώρα μας είναι ελάχιστοι. Κι αυτοί/ες που τα καταφέρνουν, ανήκουν –στη συντριπτική τους πλειοψηφία –στη σχολή της «ροζ λογοτεχνίας». Οι λόγοι είναι κυρίως δυο: Μικρή αγορά, η ανάγνωση δεν συμπεριλαμβάνεται στις συνήθειες του Έλληνα. Μετά υπάρχουν και άλλα επιμέρους προβλήματα που δεν καθιστούν εύκολο το βιοπορισμό από το γράψιμο. Ενδεικτικά θα αναφέρω την έλλειψη ατζέντηδων. Στην Αμερική και στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη, ο συγγραφέας γράφει και ο ατζέντης κανονίζει όλα τα υπόλοιπα (συνεντεύξεις, παρουσιάσεις, προώθηση). Εδώ ο συγγραφέας πρέπει να ασχολείται με τα πάντα. Αν δεν το κάνει, οι πιθανότητές του να πουλήσει είναι σημαντικά μειωμένες. Όμως, επειδή δεν μου αρέσει να τα βλέπω όλα μαύρα, και παρά την αντίθετη άποψη των πολλών, αν θέσεις τον οικονομικό πήχη χαμηλά, γράφεις καλά και έχεις διάθεση να το κυνηγήσεις, υπάρχουν πιθανότητες. Όχι πολλές, αλλά υπάρχουν.
Το επόμενα συγγραφικό σου βήμα;
Μπερδεμένο. Ξεκίνησα να γράφω κάτι που μοιάζει με ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά εμπεριέχει και μεγάλες δόσεις από μαγικό ρεαλισμό. Κάποια στιγμή προβληματίστηκα, το παράτησα και ξεκίνησα κάτι άλλο: Μια φάρσα που διακωμωδεί το σήμερα. Τελικά το παράτησα και αυτό και ξαναγύρισα στο πρώτο. Τώρα, που θα καταλήξει αυτό το πήγαινε έλα, θα το δείξει ο χρόνος. Κατά πάσα πιθανότητα ένα από αυτά τα δυο θα είναι η επόμενη δουλειά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου