Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Πώς να φτιάξετε έναν πύργο με τραπουλόχαρτα

Πριν λίγο επέστρεψα από την παρουσίαση του "Βασιλιά Ίκελου" του Νίκου Καρακάση, νομίζω ήταν όλα πολύ όμορφα. Την αναλυτική (πολύ θετική) γνώμη μου για το βιβλίο θα την ανεβάσω μέσα στις επόμενες μέρες.

Επίσης έμαθα ότι και στο facebook άρχισαν να πνέουν οι πρώτοι βορειοδυτικοί άνεμοι και μπορείτε να ρίξετε και μια ματιά στο λογότυπο, το οποίο σχεδίασε η Ελένη Λαμπροπούλου. Σύμφωνα με το πλάνο μου, οι επίσημες σελίδες του εκδοτικού μου οίκου θα είναι δύο, μία στο link που εδωσα μόλις και μία σε ιστολόγιο εδώ στο blogspot. Αλλά τελούμε ακόμα υπό ανακατασκευή, πάμε παρακάτω.

Ουσιαστικά, η σημερινή ανάρτηση είναι απλώς για να γυρίσει μία ακόμα σελίδα. Τι καλύτερο, σκέφτηκα, από ένα παραμύθι. Το συγκεκριμένο παραμύθι το είχα γράψει πριν ενάμιση χρόνο περίπου και τα πολύ όμορφα σχέδια που το συνοδεύουν είναι της Αγγελικής Σχοινά. Ελπίζω να σας αρέσει.

Πώς να φτιάξετε έναν πύργο με τραπουλόχαρτα

Γρήγορα καθώς είχε περάσει και μέσα σ’ όλη του τη φούρια, ο δυτικός άνεμος ξεσήκωσε στο διάβα του ένα μάτσο τραπουλόχαρτα, σαν αυτά που πάντα έπαιρνε μαζί του αλλά ποτέ δε του χρησίμευαν σε κάτι.

Αυτό το συνειδητοποίησε μονάχα όταν σταμάτησε για λίγο να ξαποστάσει, απλώνοντας αγκομαχώντας το άχθος του κατά μήκος εκείνης της κορυφογραμμής. Συχνά την έβλεπε από εκεί όταν περνούσε και πάντα τη φθονούσε, λαχταρούσε την ηγεμονική ακινησία της, ενώ αυτός σκοτωνόταν στους τέσσερις ορίζοντες.

Τη μέρα εκείνα σαν δώρο στον εαυτό του, ο άνεμος είχε αποφασίσει να μείνει λίγο παραπάνω εκεί να ξεδιαλέξει τη σαβούρα που είχε κουβαλήσει και -γιατί όχι ;- να βάλει και τίποτα στο στόμα του, σαν κουρασμένος κύρης που ήταν.

Αφού έπαψε το τρεχαλητό του, έριξε μια αδιάφορη ματιά στη θέα δεξιά κι αριστερά του, μπρος και πίσω: πλαγιές, δέντρα, οροπέδια, λίμνες, παραπόταμοι, χείμαρροι βράχια, ένα ρουμάνι και καθετί τετριμμένο που άγγιζε κάθε μέρα και το μέτραγε. Ασυγκίνητος έστρεψε το βλέμμα του στο φορτίο του, με τη χιλιοφορεμένη ελπίδα να ανακαλύψει εκεί μέσα έναν χαμένο θησαυρό. «Ποιος ξέρει τι είδους χρυσάφια είχαν παρατήσει πάλι ξεκρέμαστα γύρω απ’ τα σπίτια τους εκείνοι οι αστόχαστοι άνθρωποι;» Έτσι σκεφτόταν και φούσκωνε απ’ τη χαρά του, μα τον ρήγα κούπα!

Άρχισε να ψάχνει με αδημονία και αν κανείς έβλεπε με κιάλι, θα ήταν σαν μιλιούνια παράταιρα αντικείμενα να είχαν στήσει τρελό πανηγύρι στην κορυφή των βουνών: σανίδες, μπουγάδες, καπέλα, γιρλάντες, κεραμίδια, σακιά, ομπρέλες και φυσικά αυτά που λιγότερο απασχολούσαν τον άνεμο: μάτσα ατελείωτα παλιοεφημερίδες.

Όταν ξεσκαρτάρισε και την τελευταία στοίβα με φλούδες , όλες οι ελπίδες του έγιναν φρούδες. Δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει στην άκρη τίποτα αληθινά πολύτιμο , εκτός από ένα στραβό κλουβί με έναν πετούμενο διάολο μέσα και μερικά τραπουλόχαρτα, τα οποία διέγνωσε ως ελαφρώς μουχλιασμένα. Τουλάχιστον αυτά θα μπορούσαν να ταιριάξουν σε ένα πύργο που έφτιαχνε από δαύτα, πίσω στο σπίτι του.

Το σπίτι του ανέμου ήταν μακριά, ψηλά και βαθιά και για λίγες στιγμές τον συνεπήραν οι νοσταλγικές αναμνήσεις από τον αναπαυτικό καναπέ, τη συλλογή του με τις βεντάλιες, το αγαπημένο του φυσερό και τις δέκα μπαλκονόπορτες που άνοιγαν ταυτόχρονα για να δημιουργείται ρεύμα.

Τότε ήταν που ένα ανυπόμονο ξεροβηχητό, τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα: «Γκουχ, γκουχ», έκανε κάποιος πίσω απ’ την πλάτη του. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε κάτι τέτοιο, αλλά του φάνηκε αλλόκοτο, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι τέτοιου είδους ήχοι βγαίνουν μέσα απ’ τους ανθρώπους και μα την πίστη του, οι άνθρωποι δεν ζουν στις έρημες και κακοτράχαλες κορυφογραμμές. Συνήθως, δηλαδή.

Ο άνεμος γύρισε περισσότερο περίεργος παρά ενοχλημένος που τον είχαν διακόψει. Στο κάτω- κάτω ίσως ήταν ένας από εκείνους τους κλαψιάρηδες λιμοκοντόρους, που φοράνε καπέλο χωρίς να το ‘χουν καρφωμένο στο κεφάλι τους κι έπειτα παραπονιούνται και κατηγορούν το άνεμο για τη δική τους τσαπατσουλιά. Πάντοτε ήταν διασκεδαστικοί τέτοιοι τύποι, αλλά ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν να ανήκει στο σινάφι τους- τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.

Μες το ψυχρό αεράκι που είχε σηκωθεί, στεκόταν άφοβος κι αγέρωχος ένας νέος άνδρας, με φανταχτερά ρούχα και μια αστεία έκφραση θυμού στο πρόσωπό του. Την εμφάνισή του συνέθεταν ξεθωριασμένες δερμάτινες μπότες, μια καρό παντελόνα, δαντελωτό λευκό πουκάμισο, βελούδινο πορφυρό γιλέκο, αδάχτυλα γάντια κι ένα εντυπωσιακό πλατύγυρο βαθυγάλαζο καπέλο που κατέληγε σε ένα σμαραγδί φτερό πιθανώς παγωνιού.

Ο άνεμος έμεινε για λίγο άπνοος, μπροστά στο θέαμα κι αμέσως έσπευσε με ένα δήθεν τυχαίο ξεροφύσημα να βεβαιωθεί ότι το καπέλο του ανθρώπου ήταν καλά στερεωμένο στο κεφάλι του. Κατ’ αρχήν λοιπόν εκείνος ο φανταχτερός άνθρωπος ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια στην εκτίμησή του. Αναμφίβολα είχε να κάνει με έναν σοβαρό και έντιμο κύριο, που φροντίζει τις υποθέσει του και όχι με κάποιο τυχάρπαστο χαζοβιόλη. Αυτή η διαπίστωση, ικανοποίησε τον άνεμο, που περίμενε πλέον να μάθει την αιτία της «εισβολής» του αγνώστου στην ιστορία του.

Ο άνθρωπος με τη σειρά του έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά, έβαλε τα χέρια στη μέση και σε επιδεικτικά θιγμένο τόνο είπε: « Λοιπόν;»

Ο άνεμος έξυσε για λίγο το κεφάλι του. Μαζεύοντας σκόρπιες λέξεις όλα αυτά τα χρόνια περηφανευόταν ότι είχε μάθει να συνεννοείται αρκετά καλά στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά η αλήθεια είναι ότι υστερούσε ακόμα σε ζητήματα πρωτοκόλλου. Τι να σήμαινε άραγε αυτός ο μονολεκτικός ερωτηματικός χαιρετισμός; Από την εμπειρία του, πίστευε ότι σε συνδυασμό με την τοποθέτηση των χεριών στη μέση, υποδήλωναν κάτι, αλλά αυτό το «κάτι» του διέφευγε.

Ο άνεμος αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι στην τύχη και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του, διάλεξε τη συριχτή φωνή του, αυτή που είχε ακονίσει στα βράχια της ακρογιαλιάς και είπε: « Δυστυχώς, δεν ενθυμούμαι που σας έχω γνωρίσει, μα τον ρήγα κούπα» .

Ο πολύχρωμος άνδρας έσκασε ξαφνικά στα γέλια και ο άνεμος άφησε τα χέρια του να πέσουν. Αμήχανα, κοίταξε το φτερό παγωνιού. Μάλλον κάτι δεν είχε τονίσει σωστά στις λέξεις. Πολλές φορές, δε, μπερδευόταν για το αν έπρεπε να πει «παίρνω» ή «περνώ».

« Γνωρίζεις πολύ καλά για τι μιλάω!» αναφώνησε αυστηρά ο άνθρωπος. «Άθελά σου –θέλω να πιστεύω- καθώς περνούσες απ’ την Καζάρμα μάζεψες τον πάκο με τα πολύτιμα χαρτιά μου», κατέληξε δείχνοντας κάπου χαμηλά με το χέρι του.

Ο άνεμος απορημένος ακολούθησε νοερά το τεντωμένο χέρι και τα μάτια του συνάντησαν ένα ακίνητο κοπάδι από λευκά σπίτια στη μέση μιας πράσινης πεδιάδας. Εστιάζοντας καλύτερα είδε και μικροσκοπικά ανθρωπάκια να περιδιαβάζουν αμέριμνα.

«Α! Ώστε Καζάρμα λέγεται αυτό;» αναρωτήθηκε από μέσα του ο άνεμος. Μέχρι τότε το έλεγε «Λευκά Σπίτια» στις περιγραφές που τύχαινε να κάνει στην απότομη φίλη του, τη νεροποντή. Κατόπιν θυμήθηκε τη φράση «πολύτιμα χαρτιά» και σχεδόν συνοφρυώθηκε. «Χουμ χουμ… Για δες… Χαρτιά δεν είπε; Και μάλιστα πολύτιμα. Αυτό είναι καινούργιο φρούτο» εξακολούθησε τον ειρμό του, σέρνοντας προσεκτικά και μια μπανανόφλουδα κοντά στον άνθρωπο. Καλύτερα να λάμβανε τα μέτρα του.

«Θέλω πίσω τα χαρτιά μου, άξεστε!» Φώναξε ο άνθρωπος, ενώ ένα μακρύ αντικείμενο τραμπαλίστηκε στην πλάτη του. Ο άνεμος προσπέρασε την προσβολή και κοίταξε με ενδιαφέρον το γυαλιστερό πράγμα που είχε ζαλωθεί ο άνθρωπος. Έμοιαζε με μουσκέτο, αλλά και πάλι δεν ήταν. Λες να εφεύραν κάνα άλλο τζερεμέδι που φυτρώνει χωρίς να το σπέρνουν;

Ο άνεμος αποφάσισε να αγνοήσει τα γουργουρητά της κοιλιάς για μεσημβρινό φυσομάνι και να διαπραγματευτεί. Μιμούμενος τη μπάσα φωνή του μπουμπουνητού είπε: «Τι σου είναι εσένα;» Ο άνθρωπος χειρονόμησε έξαλλα και απάντησε εμφανώς αγανακτισμένος: «Τα χαρτιά έγραφαν πάνω τους το ομορφότερο τραγούδι!»

Ο άνεμος γούρλωσε τα μάτια του και θαύμασε: «Άρα υπάρχει το ομορφότερο τραγούδι! Σε ένα άλλο παραμύθι, γύριζα έναν ανεμόμυλο τρία χρόνια γιατί μού υποσχέθηκε ότι θα μου το τραγουδήσει. Και στο τέλος ανακάλυψα ότι ήταν ο πονηρός μυλωνάς που μιμούνταν τη φωνή του ανεμόμυλου για να με ξεγελάσει».

«Και το παραμύθι πώς τελείωνε;» ρώτησε ο άνθρωπος. «Α, τίποτα σπουδαίο» απάντησε ο άνεμος. «Έδωσα τη διεύθυνσή του στον ξάδερφο ανεμοστρόβιλο. Καλό παραμύθι, διδακτικό. Αλλά σπάνια το ακούς στις μέρες μας. Κρίμα…» αναπόλησε ο άνεμος. Ο άνθρωπος δε φάνηκε να πολυπιστεύει τη διήγηση και επέστρεψε στο χαβά του. «Δώσε μου τα χαρτιά! Δεν έχεις δικαίωμα να μου κλέψεις το ομορφότερο τραγούδι! Είσαι ανίδεος!»

Ο άνεμος ανακάθισε θιγμένος, ρουθούνισε και είπε: «Πού ξες ότι δεν μπορώ κι εγώ να διαβάσω το ομορφότερο τραγούδι απ’ τα χαρτιά; Ένας παντοδύναμος άνεμος, όλα τα μπορεί! Σάμπως δεν μ’ έχεις ακούσει να σφυρίζω μες τις καμινάδες;» Ο άνθρωπος κάθε άλλο παρά εντυπωσιάστηκε. Σήκωσε τους ώμους του και είπε απαξιωτικά: «Σπουδαίο κατόρθωμα. Ο καθένας μπορεί να το κάνει, στριμώχνοντας αέρα μες τα χείλη του. Μα αυτό δεν συγκρίνεται με το πιο ωραίο τραγούδι».

Ο άνεμος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Είχε ένα δίκιο ο φανφαρόνος αν και αναιδής. Ίσως να έπρεπε να κάνει μια συμφωνία μαζί του. Ναι, αυτό ήταν! Διάλεξε τις λέξεις και είπε: «Εντάξει. Χάρισμά σου, αλλά υπό ένα όρο. Πριν μου αδειάσεις τη γωνιά θέλω να ακούσω το ομορφότερο τραγούδι».

Ο άνθρωπος υποκλίθηκε και αφού ανακάτεψε για ώρα τη στοίβα με τα χαρτιά, τράβηξε ικανοποιημένος μερικές σελίδες με παράλληλες γραμμές κι αστεία σύμβολα χαραγμένα πάνω τους, άρτζι μπούρτζι και λουλάς.

Άπλωσε με επιμέλεια τα χαρτιά στο χώμα και υπό το αυστηρό βλέμμα του ανέμου, ξεκρέμασε το σωλήνα από την πλάτη του. Ενώ ο άνθρωπος έφερνε το στόμιο του σωλήνα στο δικό του στόμα, ο άνεμος πισωπάτησε για καλό και για κακό.

Το φτερό στο καπέλο πήγε πέρα δώθε, ο άνθρωπος πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά και με όση δύναμη φύσηξε άλλο τόσο μαγευτικά ξεπήδησαν οι νότες από την άλλη άκρη. Μια μελωδία δίχως ταίρι τύλιξε τις κορυφές, και τα σύννεφα που έπαιζαν κυνηγητό στον ουρανό, χαμήλωσαν για να αφουγκραστούν.

Ο άνεμος είχε μείνει άφωνος κι αν δεν είχε τσιγκουνευτεί εκείνα τα μαθήματα βαλς πριν από δύο χρόνια, τότε σίγουρα θα χόρευε παρασυρμένος απ’ τη μελωδία. Ναι! Κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι το ομορφότερο τραγούδι: Λα, λα, λα… Παμ, παμ, πομ… Παραράμ, παμ…

Αφού ο άνθρωπος έπαιξε για λίγη ώρα, απότομα σταμάτησε, υποκλίθηκε θεατρινίστικα, μάζεψε τα χαρτιά κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Ο άνεμος αλαφιασμένος τον πρόφτασε και τον σκούντηξε στον ώμο. Ο άνθρωπος γύρισε και υψώνοντας το φρύδι, ρώτησε: «Τι θες; Είχαμε μια συμφωνία αν ξέχασες».

Ο άνεμος κατένευσε και εξήγησε μπουρδουμιστά: «Έχεις δίκιο αφέντη μαέστρο. Μα σκέψου κι εμένα που γυρίζω μονάχος πάνω απ’ αυτές τις χώρες και θα θέλω να ακούω συνέχεια το τραγούδι σου. Δε με λυπάσαι;» Κατέληξε κλαψουρίζοντας. Σε ένα βιβλίο ψυχολογίας για όλους, είχε μάθει ότι αυτό λεγόταν «επίκληση στο συναίσθημα», και ήταν σίγουρος ότι έτσι θα τον τούμπαρε τον άνθρωπο.

«Πιάσε τις νότες στον αέρα», πρότεινε ο μουζικάντης.

«Είναι γρήγορες , δε τις φτάνω. Δώσε μου καλύτερα το μαραφέτι σου να φυσάω εκεί μέσα».

«Πρέπει να είσαι τρελός! Ξέχνα το! Αν θες σου αντιγράφω τα χαρτιά μου, να τα διαβάζεις. Το ίδιο είναι».

«Δεν ξέρω να διαβάζω».

«Αφού πριν είπες πως είσαι παντοδύναμος και ξέρεις τα πάντα».

«Είπα ψέματα, διάολε. Τι θες τώρα; Να σε φυσήξω από’ κει που ‘ρθες, μα τον ρήγα κούπα!»

«Όχι, όχι. Κάποια λύση θα βρούμε. Ας σκεφτούμε».

Έβαλαν τα χέρια στην πλάτη κι άρχισαν να χαράζουν κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο. Πέρασε λίγη ώρα και λίγη ακόμα. Τα σύννεφα βαρέθηκαν και σκόρπισαν. Έμεινε ο ήλιος να παρατηρεί από ψηλά το προβληματισμένο δίδυμο. Η βλάστηση στο βουνό ηρεμούσε, τα πουλάκια κελαηδούσαν.

Άξαφνα ο άνθρωπος χτύπησε το χέρι στο κεφάλι του και το πρόσωπό του φωτίστηκε : «Το βρήκα!» Ο άνεμος χτύπησε χαρούμενος τις παλάμες του και περίμενε να ακούσει. Οι άνθρωποι ήταν σοφοί, κανείς δεν το αμφισβητούσε αυτό.

«Η λύση είναι απλή! Από δω και πέρα απ’ όπου κι αν περνάω θα μαθαίνω το ομορφότερο τραγούδι σε όσους συναντώ. Έτσι όλοι θα το ξέρουν, από παντού θα ακούγεται και τα αυτιά σου θα τέρπονται».

Ο άνεμος χοροπήδησε απ’ τη χαρά του. Έσφιξε εγκάρδια τον μουζικάντη στην ψυχρή, πλην θερμή αγκαλιά του και τον αποχαιρέτισε γεμίζοντάς τον με πλούσια δώρα (μια γοργόνα σε ακροκέραμο, ένα σακί γύρη, μια χούφτα χαλάζι, ένα χιλιοτρυπητό λαγήνι και ένα μπαούλο με εκλεκτό κοπανιστό αέρα).

Ο άνθρωπος ζωγράφισε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του και αποφάσισε να δωρίσει στον άνεμο κάτι, που μάντεψε ότι θα του ήταν πολύτιμο. Με αργές κινήσεις έβγαλε μια τράπουλα από τον κόρφο του κι άρχισε να την ξεφυλλίζει γρήγορα-γρήγορα. Ο άνεμος θα μπορούσαμε να πούμε ότι μασουλούσε τα νύχια του από την αγωνία. Θα τον έβρισκε επιτέλους;

Όμως όχι. Η τράπουλα έφτασε στο τελευταίο φύλλο χωρίς η έρευνα να ευοδωθεί. Ο άνεμος τα έβαψε μαύρα, κατέβασε τα μούτρα του, έβαλε την ουρά στα σκέλια.

Και τότε… Έγινε!

Ο άνθρωπος με μια περίτεχνη κίνηση, κούνησε τα χέρια του στον αέρα, χρυσόσκονη σκόρπισε απ’ τα μανίκια του και σαν να ήταν δεμένο με αόρατα νήματα, ένα τραπουλόχαρτο ξεμύτισε κάτω απ’ το καπέλο του και προσγειώθηκε μπροστά στον άνεμο. Ο μαέστρος έκανε ξανά μεταβολή, ύψωσε το χέρι του για χαιρετισμό και ροβόλησε τον κατήφορο. Ο άνεμος έμεινε για λίγο μόνος. Η απεραντοσύνη του τοπίου άρχισε να τον καταπίνει. Ο ήλιος πέρα μακριά Ανατολικά (ή Δυτικά; πάντα το μπέρδευε) χανόταν πίσω από σκοτεινούς όγκους.

Ο άνεμος πήρε λίγη φόρα και ετοιμάστηκε να πηδήξει προς την πλαγιά. Ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι με τις δέκα μπαλκονόπορτες. Ο ρήγας κούπα θα ταίριαζε τέλεια στον πύργο που έφτιαχνε. Θα προσπαθούσε να τον τοποθετήσει το ίδιο κιόλας βράδυ.

Το μόνο που έπρεπε να θυμάται, ήταν να κρατάει την αναπνοή του.


1 σχόλιο:

kyrios karpouzhs είπε...

Πολύ ωραίο Γιάννη. Είναι χρήσιμο να ξέρεις να κρατάς την αναπνοή σου εξάλλου.. :)