Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

12 Φεβρουαρίου- Η Λονδρέζικη Μέρα της Λώρας Τζάκσον

Το μυθιστόρημα πίσω από τον αστικό μύθο


Την προηγούμενη φορά που είχαμε αναφερθεί σε ποίηση, ήταν με το «Σκοτεινό Αγγελάκι και το Δέντρο» του Τηλέμαχου Τσαρδάκα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Σήμερα επιστρέφω σε αυτή τη θεματολογία έστω και πλαγίως, με ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που ξεκινάει μια παράξενη μέρα στην Αγγλία του προηγούμενου αιώνα. Και αυτή η μέρα είναι ένα πολύ μικρό απόσπασμα ή θραύσμα αν θέλετε, από τη ζωή της Λώρας (Ράιντιγκ) Τζάκσον, μιας σημαντικής βρετανίδας ποιήτριας που άφησε το στίγμα της στην ποίηση του δυτικού κόσμου κατά τον 20ο αιώνα.

Η ιστορία της Τζάκσον είναι άλλοτε μυστηριώδης και σκοτεινή, άλλοτε δημιουργική και ρηξικέλευθη, σαφέστατα ιντριγκαδόρικη και μονίμως τυλιγμένη μ’ ένα αφηρημένο, ονειρικό πέπλο. Στη «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Χρήστος Χρυσόπουλος αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή, για να μας ταξιδέψει μέσα από τα μάτια της ποιήτριας σχεδόν ογδόντα χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στις 27 Απριλίου του 1927, ένα κομβικό σημείο για το υπόλοιπο της πορείας της.

Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία ενός αστικού μύθου στο Λονδίνο εκείνης της εποχής, η Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον προσπάθησε να τερματίσει τη ζωή της, πηδώντας από τον τρίτο όροφο του σπιτιού του εραστή της και επίσης ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς. Μόνο λίγες στιγμές αργότερα ο Ρόμπερτ Γκρέιβς πήδηξε από το παράθυρο ενός ορόφου χαμηλότερα και βρέθηκε στο πεζοδρόμιο δίπλα στην αγαπημένη του. Κανείς από τους δυο τους δεν σκοτώθηκε σε αυτή τη διπλή απόπειρα αυτοκτονίας ή όπως επικράτησε να ονομάζεται, τη «διπλή εκπαραθύρωσή» τους. Ο Γκρέιβς δεν έπαθε τίποτα, όμως η Τζάκσον βρέθηκε ένα βήμα πριν το θάνατο.

Ο Χρυσόπουλος με αφορμή αυτό το γεγονός, πιάνει το νήμα της ζωής της Τζάκσον ακριβώς τη μέρα που συνέρχεται από τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε. Η αντίληψή της είναι επηρεασμένη από τις ενέσεις μορφίνης που της χορηγούνταν και η ίδια προσπαθεί να ακροβατήσει στο όριο μεταξύ της λογικής και των ψευδαισθήσεων που το μυαλό της δημιουργεί. Επιπλέον, η τραγική ανάμνηση της «διπλής εκπαραθύρωσης» έχει καταπιεστεί απ’ το συνειδητό της και μοιάζει να έχει καταχωνιαστεί σε ένα σκοτεινό συρτάρι της μνήμης της. Αν και σε άσχημη κατάσταση δραπετεύει από το νοσοκομείο και ξεκινάει μια περιπλάνηση στους δρόμους μιας πόλης, κάθε άλλο παρά οικείας. Προς το τέλος του βιβλίου η ποιήτρια επανέρχεται σταδιακά στην πραγματικότητα και εμείς ανατρέχουμε σε ορισμένες σκέψεις της, όπως το ότι ο μεγαλύτερος φόβος της, είναι η διάψευση της φιλοδοξίας να διατυπώσει κάτι αληθινό με την τέχνη της.

Η πολυτάραχη ζωή της Τζάκσον δεν σταματάει στις σελίδες του βιβλίου. Επόμενος σταθμός είναι το 1940 όταν απαρνήθηκε την ίδια της την τέχνη, συντάσσοντας την πιο διάσημη αποκήρυξη στην ιστορία της ποίησης. Κατόπιν αποσύρθηκε στη σιωπή, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα ράντσο στη Φλόριντα και αφιέρωσε τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής της σε ένα ογκώδες φιλοσοφικό δοκίμιο για την ποίηση. Πέθανε τελικά το 1991 με το έργο της αναγνωρισμένο.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και αυτό είναι το δέκατο βιβλίο του. Δεν είμαι ούτε αρκετά καλλιεργημένος και ούτε έχω εντρυφήσει τόσο πολύ στην ποίηση για να μπορώ να κρίνω, αλλά η ανάγνωση της «Λονδρέζικης μέρας της Λώρας Τζάκσον», μου δημιούργησε την ακλόνητη αίσθηση ότι ο Χρυσόπουλος κόπιασε πολύ για να μείνει απόλυτα πιστός στο πνεύμα των γραπτών της και το κατάφερε απόλυτα. Πολύ προσεγμένη γλώσσα, σε ένα βιβλίο που δεν θα χαρακτήριζα συνηθισμένο, τόσο σε θεματολογία, όσο και σε δομή, αλλά που νομίζω ότι θα δώσει τροφή για σκέψη σε κάθε αναγνώστη. Μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα και συγκαταλέγεται σε αυτά που μόλις τα τελειώσετε, σας αφήνουν την αίσθηση ότι έχετε γίνει λίγο καλύτεροι άνθρωποι.


----------------------------------------


Η ποιήτρια που αρνήθηκε την ερμηνεία

Ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος μιλάει στην «Μπρίζα» για το νέο του μυθιστόρημα «Η Λονδρέζικη Μέρα της Λώρας Τζάκσον»


Συνέντευξη στον Γιάννη Πλιώτα


- Γιατί επιλέξατε τη Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον ως θέμα στο βιβλίο σας και πόσο δύσκολο ήταν να φέρετε σε πέρας την «αποστολή»;

Η Λώρα Τζάκσον είναι μια παραδειγματική προσωπικότητα για όποιον θέλει να στοχαστεί τη γραφή και να διερευνήσει τη φύση του δημιουργού, επειδή πάλεψε με πείσμα μέσα σε αντιφάσεις, αποτυχίες και παρορμήσεις, για να υλοποιήσει τη ρήση του Ενρίκε Βίλα Μάτας: «Εγώ νόμιζα πως ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα». Η Λώρα βρήκε τη δική της απάντηση σε αυτή την πρόκληση, παραδεχόμενη ότι το τελειότερο ποίημα είναι εκείνο που σιωπά. Ακριβώς εδώ βρισκόταν και η μεγαλύτερη δυσκολία του βιβλίου: η Λώρα Τζάκσον μεταμορφώθηκε σε ένα ποιητικό πρόσωπο που αρνιόταν καθ’ ολοκληρίαν την ερμηνεία. Αυτή την άρνηση θέλησα να τη φωτίσω. Δηλαδή κλήθηκα να την κάνω λογοτεχνία.

- Η «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» είναι περισσότερο μυθιστόρημα, ψηφίδα βιογραφίας ή ποιητικό κείμενο;

Το βιβλίο ξεκινά με την υπόδειξη του μυθιστορήματος και καταλήγει με τον χαρακτηρισμό του «αρχείου». Δηλαδή επικαλείται τη φόρμα του δυνητικού, του ανολοκλήρωτου, ενός κειμένου που βρίσκεται in-progress / «εν τη γενέσει». Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η «Λονδρέζικη μέρα» προσεγγίζει τις διαφορετικές εκδοχές του προσώπου της Λώρας Τζάκσον: ποίηση, πεζογραφία, σκέψη, βιογραφία, και γι’ αυτό είναι και μυθοπλασία, και δοκίμιο, και βιογραφία, δίχως να αποδίδει πρωτείο σε κανένα είδος. Εντέλει προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια πολύσημη ανθρώπινη ταυτότητα – όπως πολύσημη, πρισματική και διαρκώς μεταλλασσόμενη είναι κάθε ανθρώπινη ταυτότητα.

- Πόσο δύσκολο είναι να έχει απήχηση στο ελληνικό κοινό ένα τέτοιο βιβλίο;

Σκέφτομαι κάθε καλό βιβλίο ως μια είσοδο προς έναν κόσμο της σκέψης. Αν διαβείς αυτό το κατώφλι, τότε το βιβλίο εκπλήρωσε τον σκοπό του. Ολα λοιπόν εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κανείς ένα βιβλίο και τι περιμένει από αυτό. Εντούτοις, πιστεύω ότι η «Λώρα» διαθέτει περισσότερες της μιας «εισόδους». Το ζήτημα θυμίζει ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι σουρεαλιστές και ονομαζόταν «ποιος απαντά στην πόρτα». Εν προκειμένω ένας αναγνώστης «χτυπά την πόρτα του βιβλίου». Απαντά η Λώρα. Τότε τι κάνεις; Μπαίνεις ή γυρίζεις την πλάτη;

- Πιστεύετε ότι η ζωή ενός καλλιτέχνη είναι de facto διανθισμένη με στοιχεία εκκεντρικότητας;

Δεν θα μιλούσα για εκκεντρικότητα, αλλά για ενός είδους «μεγέθυνση» φαινομένων που συμβαίνουν σε όλους μας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι μια έκφανση της πραγματικότητας που ξεπερνά το βίωμα: το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έζησε μια μυθιστορηματική πραγματικότητα, λειτούργησε ως μυθοπλαστικός ήρωας, θέλησε να κάνει τη ζωή του έργο τέχνης. Αυτές είναι διαστάσεις της ζωής που στιγμιαία ή περιστασιακά αποκαλύπτονται σε όλους μας – όλοι κάποιες στιγμές νιώθουμε π.χ. «σαν να ζούμε μέσα σε ένα φιλμ ή σε ένα μυθιστόρημα», μόνο που στην περίπτωση των καλλιτεχνών αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται, παίρνουν τη μορφή έξης, εμμονής, επαγγελματικής διαστροφής. Αυτή η επίμονη, σχεδόν καταναγκαστική, συνθήκη διαφοροποιεί τις ζωές των καλλιτεχνών. Και με απασχολεί γιατί «ακουμπά» και τη δική μου ζωή.

- Αν ζούσατε στην ίδια εποχή με την Τζάκσον, θα μπορούσατε να είστε φίλοι; Τι θα σας απωθούσε και τι θα σας γοήτευε στον χαρακτήρα της;

Δεν νομίζω ότι η Τζάκσον μπορούσε να διατηρήσει μακροχρόνιες φιλίες – αυτό δεν συνέβη ποτέ στα ενενήντα χρόνια που έζησε. Ή μάλλον, ας πούμε ότι δεν κατάφερε να συντηρήσει εκείνες τις συμβατικές φιλίες που απαιτούν την προσωπική επαφή και την αφοσίωση. Η Λώρα συνδεόταν με τους ανθρώπους παθιασμένα και αυτό αργά ή γρήγορα κατέστρεφε τη διαπροσωπική επαφή. Μπορούσε όμως να διατηρήσει στέρεες φιλίες με τη γραφή κάποιου, με τα κείμενα και με τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ελπίζω πως ναι, θα μπορούσα να «συνομιλήσω» με τη Λώρα Τζάκσον. Μήπως αυτό το βιβλίο, δεν είναι άραγε μια απόπειρα κάποιας τέτοιας, ουσιαστικής και ενδόμυχης, «συνομιλίας»;

- Ενας αγαπημένος σας στίχος από τα ποιήματά της;

Η δυσκολία ενός βιβλίου είναι πρώτα να μην είναι / Η σκέψη κανενός, / Κατόπιν να μείνει για καιρό άγραφο / Οπως θα μείνει αδιάβαστο, / Κατόπιν να χτίσει λέξη προς λέξη έναν συγγραφέα / Και να κατοικήσει το κεφάλι του / Ωσότου το κεφάλι να δηλώσει την κενότητά του / Διακηρύσσοντας οριστικά / Οτι είναι αδειανό.
[Λ. (Ρ.) Τζάκσον, «Οι δυσκολίες ενός βιβλίου».]

- Μια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουν για το βιβλίο;

«Ποια είναι η γυναίκα στις φωτογραφίες του βιβλίου;»

1 σχόλιο:

Γιάννης Πλιώτας είπε...

Το βιβλίο της Χρήστου βρίσκεται από προχθές (06/04) στη μικρή λίστα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος!
Περισσότερα δείτε και εδώ: http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=1002396&lngDtrID=253