Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Σήμερα τα φώτα / σήμερα και το σκοτάδι - Ένα διήγημα για τα Θεοφάνια

Ένα μικρό διήγημα με αφορμή τη γιορτή των Θεοφανίων:



Συνήθως είχα σοβαρότερες δουλειές για να ασχοληθώ, αλλά όταν τα σόλδια λιγόστευαν, τριγυρνούσα στις ερημιές της Μεσοποταμίας και πουλούσα το σπαθί μου σε όποιον το είχε ανάγκη. Εκείνη την εποχή βρισκόμουν στην Έδεσσα και είχα φτάσει σε ένα χωριό που οι κάτοικοί του δεν είχαν συμφωνήσει με ποιο όνομα θα το λένε. Άλλοι το έλεγαν με το ρωμαϊκό, άλλοι με το περσικό. Ήταν κι ένας τρελός που το έλεγε με το δικό του όνομα, λες και η αφεντιά του ήταν κάνας αυτοκράτορας.

Στις παρυφές, πλάι στα τελευταία πλινθόκτιστα σπίτια, υπήρχε ένα παράξενο πηγάδι, που σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο δεν είχε πάτο, κατέληγε σε μια σειρά από τρύπες, που σταδιακά γίνονταν στοές και μετά ανεξερεύνητα φρεάτια, που συνδέονταν με τον Ευφράτη. Οι πιο σοφοί χωριανοί έλεγαν ότι αν ρίξεις κάνα ξόανο εκεί μέσα, θα ταξιδέψει με το ρεύμα υπόγεια για εκατοντάδες λεύγες και θα εμφανιστεί σ' ένα συντριβάνι στη Βαγδάτη.

Ήταν το έτος έξι χιλιάδες εκατόν δεκαεννιά από κτίσεως του κόσμου και ο πόλεμος μαινόταν σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας. Η Έδεσσα, στα σύνορα των δύο προαιώνιων εχθρών, είχε υποφέρει στην αρχή (εννοείται ότι όταν πέρασε από το χωριό ο στρατός του Χοσρόη του Β' όλοι θυμούνταν μόνο το περσικό όνομα- όλοι πλην του τρελού), αλλά σύντομα οι μάχες μεταφέρθηκαν στις παράκτιες και πιο πλούσιες πόλεις, και οι κάτοικοι του χωριού ύμνησαν τον Θεό για αυτή την ευλογία. Οι μόνες που έκαναν πλέον επέλαση στην περιοχή ήταν φήμες, οι οποίες έκαναν λόγο για αδιανόητες ωμότητες στην Ιερουσαλήμ και μια φρικιαστική πυραμίδα που είχε χτιστεί από τα κρανία των κατοίκων.

Τέλος πάντων, με τον πόλεμο να συνεχίζεται, οι προύχοντες του χωριού αποφάσισαν να τελέσουν έναν αγιασμό των νερών, όχι απλώς για να γιορτάσουν τα Θεοφάνια, αλλά και για να ξορκίσουν γενικότερα το κακό που φώλιαζε στο πηγάδι. Αφού το νερό έφτανε μέχρι τις πρωτεύουσες των απίστων, ίσως ο αγιασμός να βοηθούσε ποικιλοτρόπως όχι μόνο το χωριό, αλλά και τον ίδιο τον Imperator. Έπρεπε όλοι να κάνουμε το καθήκον που μας αναλογούσε.

Ευτυχώς δεν είχε χιονίσει ακόμα, αλλά η θερμοκρασία είχε πέσει τόσο που ανάγκαζε τα νερά στις κρήνες να παγώνουν. Ξεκινήσαμε μια φιλάσθενη πομπή που θα κατέληγε στο πηγάδι, μπρος ο γηραιότερος του χωριού- ένας διγενής που δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή του να μην υπάρχει πόλεμος. Δίπλα στον γηραιότερο βάδιζε ένας βαριεστημένος Επίσκοπος που είχε έρθει από την πρωτεύουσα της επαρχίας -μισό φεγγάρι δρόμο με μουλάρι- επειδή τον είχαν πληρώσει ένα εξωφρενικό ποσό για να παρευρεθεί στην τελετουργία, μαζί με την Τίμια Κάρα ενός Όσιου Ραφαήλ. Πιο πίσω οι χωρικοί τυλιγμένοι κατά βάση σε κουρέλια, παιδιά, γυναίκες, μωρά που έσκουζαν από την πείνα, παππούδες και μερικοί ενήλικες. Οι ανάσες μας ήταν κοφτές. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού ήταν σκληρές.

Καθώς κάναμε τρεις φορές το γύρο του χωριού, κατάλαβα ότι ο Επίσκοπος έριχνε αποδοκιμαστικές ματιές προς τον εξοπλισμό μου. Για να τον κεντρίσω, πλησίασα και έσκυψα στο αυτί του: "Επίσκοπε. Με όλο το σέβας. Αλλά πριν λίγα χρόνια είδα στο Βασίλειο της Βουργουνδίας την Τίμια Κάρα του Αγίου Ραφαήλ και ήταν κάπως μικρότερη από αυτήν εδώ". Ο Επίσκοπος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, κάπως τυλίχθηκε στο ράσο του και μου απευθύνθηκε υποτιμητικά: "Στη Βουργουνδία έχουν την Τίμια Κάρα του Όσιου Ραφαήλ απ' όταν ήταν παιδί. Εμείς εδώ στην Έδεσσα έχουμε αυτήν με την οποία εμαρτύρησε, τέκνο μου".

Για λίγο έμεινα σιωπηλός. Μετά ξαναρώτησα: "Κι εσύ Επίσκοπε,  που έχεις διαβάσει τόσα πολλά βιβλία, πιστεύεις ότι υπάρχει πραγματικά κάποιο κακό εδώ στο χωριό που πρέπει να το ξορκίσουμε; Άφησες τις σημαντικές δουλειές σου και έκανες όλο αυτόν το δρόμο μόνο και μόνο για να ευλογήσεις ένα πηγάδι;" Ο Επίσκοπος μάλλον είχε φρίξει με την αναίδειά μου, αλλά απάντησε: "Βεβαίως, τέκνο μου, και είναι εύκολο να σ' το αποδείξω: Το πιστεύουν οι κάτοικοι. Οι κάτοικοι πιστεύουν στον Θεό. Άρα υπάρχει".

"Και πάλι όμως", επέμεινα, "είμαι περίεργος να μάθω πώς μπορεί το κρανίο ενός αποκεφαλισμένου ανθρώπου να βοηθήσει στη σωτηρία μας από το κακό". Ο Επίσκοπος ξεφύσηξε και πήρε θριαμβευτικό ύφος. Μάλλον είχα κάνει τη λάθος ερώτηση. "Νέε μου, δεν πρόκειται να σε σώσει η Κάρα του οσίου Ραφαήλ. Η πίστη σου θα σε σώσει!"

Είχαμε φτάσει στο εγκαταλειμμένο πηγάδι, το οποίο όλοι ήταν απρόθυμοι να πλησιάσουν. Κι αν τα πνεύματα όντως παραμονεύουν και σε αρπάξουν; Ποτέ δεν ξέρεις. Στάθηκα κοντά στο στόμιο, γύμνωσα το σπαθί μου για να τρομάξει το κακό και να βεβαιωθούν οι χωρικοί ότι άξιζαν τα σόλδια που μου είχαν τάξει. Κατόπιν προσπάθησα να συντονιστώ με τα σταυροκοπήματά τους ώστε να είναι όλα σωστά και τακτικά. Εκτός από σύμβολα της πίστης είχαν κουβαλήσει και διάφορα είδωλα, φυλαχτά και κάτι περγαμηνές με κολλυβογράμματα στη γλώσσα των απίστων.

Η επόμενη σκηνή εξελίχθηκε πολύ γρήγορα. Ενώ ο Επίσκοπος άρθρωνε "και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το ασφαλές", ένα ρεύμα παγωμένου αέρα μας χτύπησε κατά πρόσωπο και μερικοί που τρομοκρατήθηκαν έπεσαν κάτω και έκρυψαν το πρόσωπό τους. Το πηγάδι ξεχείλισε από ένα αφύσικο μελανό φως, που εκτινάχθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις και μετέτρεψε ακαριαία σε λάσπη το παγωμένο χώμα. Μέσα σε κραυγές και ικεσίες, και πριν προλάβω να στριφογυρίσω το σπαθί μου, είδα ένα πλάσμα να ξεντύνει τις σκιές από πάνω του και να ορμάει στον Επίσκοπο. Δυο πόδια πιο ψηλό από μένα, με πρόσωπο σαν του λύκου, φολιδωτό δέρμα και με πελώρια αγκάθια στους ώμους- δεν ήταν ένας κακομοίρης καλικάντζαρος, αλλά κάποιο επικίνδυνο τελώνιο που ζούσε εκεί και το είχαμε ξυπνήσει.

Νομίζω ο Επίσκοπος δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Το πλάσμα τον γράπωσε από τον αστράγαλο, τον αναποδογύρισε και τον τράβηξε βίαια προς το πηγάδι. Η Τίμια Κάρα του Όσιου Ραφαήλ τινάχτηκε στον αέρα και άρχισε να περιστρέφεται. Ο Επίσκοπος προσπάθησε μάταια να κρατηθεί από τις πέτρες, αλλά το βάρος του πλάσματος τον τράβηξε ακαριαία στο έρεβος. Πριν ο Επίσκοπος χαθεί οριστικά, με κοίταξε με ένα ειρωνικό μειδίαμα ικανοποίησης. Η Κάρα προσγειώθηκε με δύναμη στο στόμιο του πηγαδιού, αναπήδησε δύο φορές και κατέληξε ανέπαφη μπροστά στα πόδια μου.

Το υπερφυσικό σκοτάδι είχε υποχωρήσει, το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί. Οι χωρικοί άρχισαν να συνέρχονται και να σηκώνονται τρέμοντας από το έδαφος, άλλοι βουβοί και άλλοι κλαίγοντας. Πήρα στα χέρια μου το κρανίο. Ζύγισα την κατάσταση. Λογικά, αφού κανένας κάτοικος δεν είχε πειραχθεί θα μπορούσα ακόμα να διεκδικήσω την αμοιβή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: