Συνέντευξη του Δημήτρη Νίκου στον Γιάννη Πλιώτα
Το βιβλίο με το οποίο έκλεισα το 2010, ήταν η Βόλτα στο Φεγγάρι του Δημήτρη Νίκου και ήταν ο κατάλληλος επίλογος για μία λογοτεχνική χρονιά με έντονες διακυμάνσεις, αλλά και με περισσότερη ουσία από κάθε άλλη. (Παρένθεση: αν θέλετε να ψηφίσετε για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, απομένουν λίγες μέρες για να ολοκληρωθεί η ψηφοφορία του κόμβου Acid Art.)
Η Βόλτα στο Φεγγάρι είναι μία νουβέλα εσωτερικής αναζήτησης, η οποία κυκλοφόρησε μέσα στο Δεκέμβριο από τις εκδόσεις Ίαμβος. Eίναι ένα πολύ προσωπικό έργο, μία ενδοσκόπηση, που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν «μία συνάντηση του μικρού πρίγκιπα με τους εσωτερικούς εαυτούς του» ή «το σκάψιμο λαγουμιών με τα χέρια στην ψυχή» (έχω κλέψει τη φράση από τον Κώστα Λογαρά). Έντονη διάθεση φιλοσοφίας, πολύ καλή χρήση της γλώσσας, σκιαγράφηση συναισθημάτων και μία άψογη εικαστικά έκδοση.
Γενικά δεν είναι εύκολη υπόθεση ή ένα βιβλίο που θα διαβαστεί για να περάσει ο χρόνος σας ή αν έχετε γεμάτο κεφάλι. Πιστεύω θα σας προσφέρει ώριμους προβληματισμούς, ειδικά αν το διαβάσετε στο Μετρό ή ανάμεσα σε οποιοδήποτε ανώνυμο πλήθος. Αν έπρεπε να το χαρακτηρίσω με μία πρόταση θα έλεγα ότι είναι μία ιστορία για τη μοναξιά του ενός μέσα στο ένα εκατομμύριο.
"...Μου μίλησε και για άλλους ανθρώπους, που είτε βρίσκονταν και περπατούσαν κάπου μέσα στο άλσος, είτε όχι. Για το νεαρό που έρχεται κάθε πρωί, πάντα με μια ταλαιπωρημένη, τσαλακωμένη εφημερίδα αγγελιών στο χέρι και κάθεται ακριβώς οχτώ ώρες, για να μην αποκαλύψει στους δικούς του ότι έχασε τη δουλειά του και τους απογοητεύσει. Για εκείνη τη γηραιά κυρία που κάθε μέρα τη βλέπει στο ίδιο παγκάκι, στην ίδια γωνία στολισμένη, βαμμένη, χτενισμένη και περιποιημένη στη λεπτομέρεια, πάντα μόνη της να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά για ώρες. Σαν κάποιον να περιμένει, χωρίς ποτέ αυτός ο κάποιος τελικά να έρχεται".
Αν θέλετε να γνωριστείτε καλύτερα με τον άνθρωπο Δημήτρη Νίκου, δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε το blog του και τη σελίδα του βιβλίου στο facebook. Εγώ μόλις έκλεισα τη Βόλτα στο Φεγγάρι θέλησα να μάθω περισσότερα τον τρόπο σκέψης του και έτσι του ζήτησα να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις.
Η Βόλτα στο Φεγγάρι σε τι βαθμό είναι προσωπικό έργο; Μπορεί ένας συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί πλήρως από το κείμενό του;
Σαφώς και το βιβλίο είναι προσωπικό, απηχεί σκέψεις, αγωνίες και προβληματισμούς μου πάνω σε θέματα που θεωρώ ότι μας αγγίζουν όλους, τη φιλία, την αγάπη, τους ανθρώπους και τη ζωή. Δεν είναι όμως βιογραφικό και αυτό είναι το όριο που έθεσα εγώ στον εαυτό μου γράφοντας την “Βόλτα στο Φεγγάρι”. Παίρνω απλά κάποιες εικόνες από τη δική μου ζωή ή κάποια δικά μου όνειρα ως αφετηρία, ερεθίσματα για να αναπτύξω τις ιστορίες του βιβλίου. Ειλικρινά, δεν ξέρω πόσο και πως ένας συγγραφέας μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτό που γράφει. Σκέφτομαι ότι ίσως έχει να κάνει με το πόσο “επαγγελματικά” βλέπει την συγγραφή, αλλά δεν έχω την εμπειρία, ούτε το βάρος να το κρίνω.
Εσύ θα διάβαζες κάποιον με τον οποίο για παράδειγμα διαφωνείς σφοδρά σε πολιτικές, θρησκευτικές ή ηθικές απόψεις; Θα μπορούσες να κρίνεις αντικειμενικά το έργο του;
Δεν έχω πρόβλημα να διαβάσω κάτι αντίθετο προς αυτά που πιστεύω, ούτε κατακρίνω κάτι ελαφρά τη καρδία επειδή εκφράζει μιαν άλλη άποψη. Η τέχνη άλλωστε είναι και μια μορφή επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που πρεσβεύουν διαφορετικά πράγματα και μόνο κέρδος μπορούσε να έχουμε μέσα από έναν τέτοιο υγιή διάλογο. Αρκεί, όπως σε οτιδήποτε, να υπάρχει ένα υπόβαθρο, ένα όραμα. Ρήξη, ανατροπή και αμφισβήτηση για να κάνουμε χαβαλέ, να συζητηθούμε ή να ακολουθήσουμε μια μόδα κενού και δήθεν μοντερνισμού δεν έχει κανένα νόημα για μένα.
Σε ποιον αναγνώστη πιστεύεις ότι απευθύνεται η Βόλτα και δίπλα σε ποια βιβλία θα ήθελες κάποιος να το τοποθετήσει στη βιβλιοθήκη του;
Δύσκολη ερώτηση. Θέλω να πιστεύω ότι απευθύνεται σε όλους. Μεταξύ μας όμως... υποψιάζομαι ότι κάποιος πιο ονειροπόλος ή ρομαντικός, θα το διαβάσει ευκολότερα. Τώρα, για τη βιβλιοθήκη και μόνο που θα επιλέξει κάποιος να το διαβάσει είναι πολύ τιμητικό για μένα. Τα βιβλία εκπληρώνουν τον σκοπό τους και παραμένουν ζωντανά όταν βγαίνουν από τις βιβλιοθήκες και διαβάζονται.
Στις σελίδες της Βόλτας, γίνεται ειδική μνεία στον πίνακα του Φρίντριχ που κοσμεί το εξώφυλλο. Τι σημαίνει για σένα αυτός ο πίνακας;
Υπήρξε μια περίεργη χημεία με αυτόν τον πίνακα. Αναζητώντας ιδέες για εξώφυλλο, όταν το βιβλίο πλησίαζε την ολοκλήρωσή του, έβγαινε συνεχώς μπροστά μου, αλλά στην αρχή δεν μου άρεσε. Όσο εγώ τον αρνιόμουν, τόσο εμφανιζόταν και όταν τελικά τον πρόσεξα και ανέλυσα την σημειολογία του, κατάλαβα ότι μόνο αυτός μπορεί να είναι στο εξώφυλλο. Κατά έναν μοναδικό τρόπο, η θεματική της “Βόλτας” όχι μόνο αντικατοπτρίζεται πάνω σε αυτό το αριστούργημα του Φρίντριχ, αλλά και επεκτείνεται. Γι' αυτό όταν τελείωσα το βιβλίο, προσέθεσα στο τέλος ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στον πίνακα.
Πιστεύεις ότι η λογοτεχνία θα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλες μορφές τέχνης; Για παράδειγμα τη φωτογραφία ή τη ζωγραφική;
Βεβαίως. Θαυμάσια μπορεί η ιδέα και ο σκοπός ενός έργου να εκφραστούν μέσα από διαφορετικές μορφές τέχνης, που συνδυαστικά θα δημιουργήσουν ένα νέο, μοναδικό, ενιαίο έργο. Έχουμε δει για παράδειγμα ταινίες να συνδέονται με μουσικές βραδιές, λογοτεχνικά βιβλία με ζωγραφική, κόμικ και επίσης μουσική, με πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Όπως είπαμε και παραπάνω, ο διάλογος και η επικοινωνία μόνο κέρδος προσφέρει.
Τι αντιπροσωπεύει για σένα το ιστολόγιό σου και η σελίδα που διατηρείς για τη Βόλτα στο facebook; Έχουμε περάσει σε μία διαφορετική εποχή σχετικά με την επαφή αναγνώστη και συγγραφέα;
Έχουμε περάσει σε μια εποχή όμορφης αμεσότητας, που αναγνώστης και συγγραφέας μπορούν να επικοινωνούν, να ανταλλάσουν απόψεις, να συμφωνούν ή να διαφωνούν άμεσα με αφορμή ένα έργο και αυτό επιδιώκω μέσα από το ιστολόγιο και την παρουσία μου στο facebook. Δεν μου αρκεί απλά να γράφω και κάποιοι -που συνήθως αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές- απλά να διαβάζουν. Θέλω να μπορώ να εισπράττω, στον βαθμό που μπορώ, το τι τους έδωσε το έργο μου, τι τους άρεσε ή τι τους απογοήτευσε. Και αισθάνομαι ευλογημένος για την καλή επαφή που έχω αναπτύξει με πολλούς ανθρώπους μέσω του διαδικτύου.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς; Σου αρέσει να διαβάζεις πολλά βιβλία γραμμένα από το ίδιο πρόσωπο;
Η πρώτη γραφή που “ερωτεύθηκα” όταν άρχισα να διαβάζω ελληνική λογοτεχνία, ήταν της Λιλής Ζωγράφου. Την ανατρεπτική, υπονομευτική στάση της απέναντι στα όποια κατεστημένα και το χιούμορ της. Εκείνη που αναμφίβολα με έχει επηρρεάσει σημαντικά είναι η Μάρω Βαμβουνάκη, που χρησιμοποιεί τις μυθιστορίες προσχηματικά για να εξερευνά την ψυχή των ηρώων της. Την θεωρώ κορυφαία και ταυτίζομαι απόλυτα με τα βιβλία της. Επίσης ξεχωρίζω και την Αλκυόνη Παπαδάκη. Πέρα από την λογοτεχνία, παρακολουθώ το έργο και του Χρήστου Γιανναρά. Στο δεύτερο σκέλος, μου αρέσει να μελετάω το έργο των αγαπημένων μου συγγραφέων σε όλο του το εύρος, για να βλέπω τη συνέχεια της γραφής τους, την στάση τους απέναντι σε διαφορετικά πράγματα, αλλά και γιατί αισθάνομαι ίσως “εμπιστοσύνη” στις εικόνες που μου προσφέρουν.
Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σου από την εμπειρία της έκδοσης; Τι δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας;
Δεν έχω μεγάλη εμπειρία για να μπορώ να εκφράσω πλήρη άποψη, ωστόσο έχω ήδη καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τους τίτλους που κάθε χρόνο εκδίδονται και αν όλα αυτά ειδωθούν υπό το πρίσμα της οικονομικής συγκυρίας, τότε το πρόβλημα είναι ευνόητο, ειδικά για τους νέους συγγραφείς. Εγώ στάθηκα τυχερός και το πρώτο μου βιβλίο βρήκε γρήγορα τον δρόμο του, τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε την δυσκολία να κερδίσει την προσοχή των βιβλιοπωλείων και να βρει μια θέση στα ράφια τους. Εδώ βοηθάει πολύ το διαδίκτυο, στο να προσέξει την δουλειά σου ένα κοινό που αναζητά, αλλά με παραδοσιακούς τρόπους δύσκολα θα ερχόταν σε επαφή μαζί της. Κάθε μικρό βήμα το αισθάνομαι σαν μια νίκη. Ο Ίαμβος, ο εκδοτικός μου οίκος, μου δείχνει εμπιστοσύνη και με υποστηρίζει, είμαι ευγνώμων για ό,τι μου συμβαίνει και με υπομονή και επιμονή ελπίζω στο καλύτερο.
Θα μοιραστείς ένα βιβλίο που διάβασες πρόσφατα και σου έκανε μεγάλη εντύπωση;
Διάβασα πριν λίγο καιρό τα διηγήματα “Ποιός δάγκωσε το μήλο τελικά” της Άννυς Κουτροκόη (εκδόσεις Οδός Πανός) και με ενθουσίασε. Η Κουτροκόη είναι ποιήτρια από την Θεσσαλονίκη, από τις αγαπημένες μου. Σε αυτό το βιβλίο συγκέντρωσε διηγήματα που είχε δημοσιεύσει παλαιότερα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Μη γνωρίζοντας ότι γράφει και πεζά, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα αυτό το βιβλίο. Το ύφος της είναι εξαιρετικό και το προτείνω ανεπιφύλακτα - όπως επίσης και τις ποιητικές της συλλογές.
Μία ερώτηση που θα ήθελες να σου κάνουν;
Θα ήθελα να με ρωτήσεις γιατί γράφω... αλλά επειδή η απάντηση θα ήταν πολύ μεγάλη, ίσως είναι μια καλή ιδέα για ένα μελλοντικό διήγημα. Άρα, καλά κάνεις και δεν μου το ρωτάς.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς για να καταγράψεις τις σκέψεις σου στο χαρτί; Γράφεις κάτι άλλο αυτή την περίοδο;
Από μικρός κρατάω μαζί μου ένα μικρό σημειωματάριο και ένα στυλο. Ό,τι σκέφτομαι και θεωρώ ότι αξίζει, το σημειώνω. Κατόπιν, αν θα προκύψει κάτι άλλο από αυτή τη σημειώση εξαρτάται από πολλά πράγματα. Αντιμετωπίζω τις ιδέες σαν ζωντανούς οργανισμούς. Οι ίδιες θα μου υποδείξουν αν πρέπει να τις αναπτύξω και αν το κάνω, πάλι οι ίδιες θα μου πουν πότε κουράστηκαν ή εξαντλήθηκαν για να σταματήσω. Επίσης, παρά την αγάπη μου για την τεχνολογία, μου αρέσει πολύ να γράφω στο χέρι. Το μεγαλύτερο κομμάτι της “Βόλτας” γράφτηκε στο χέρι -περίπου όπως περιγράφεται στην εισαγωγή- και δακτυλογραφήθηκε αργότερα. Τώρα σιγά σιγά στήνω ένα πιο κλασικό μυθιστόρημα, αλλά ακόμα είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο και δεν αισθάνομαι “σίγουρος” να πω πολλά. Στο μεταξύ, όλο και κάποιο μικρό πεζό θα εμφανιστεί στο ιστολόγιό μου.
1 σχόλιο:
Πάντα χαίρομαι όταν βλέπω άραβες να συμμετέχουν τόσο δημιουργικά στις συζητήσεις που γίνονται.
Δημοσίευση σχολίου