Καλημέρα!
Χάρηκα πολύ την περασμένη Πέμπτη, γιατί στις πανελλήνιες εξετάσεις που ολοκληρώνονται αυτές τις μέρες, το θέμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ήταν ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, αυτού του τόσο σημαντικού ποιητή της χώρας μας. Αν δεν έχετε στα ράφια της βιβλιοθήκης σας κάτι δικό του, θα πρότεινα να αναζητήσετε, οι στίχοι του είναι πανέμορφοι: «Χρόνια ο ουρανός ήτανε ένα δύσκολο χαρτί κρυμμένο μεσ' στην τσέπη μου / και μεσ' στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα αίμα / γιατί βροχή πέφταν οι πέτρες απ' τον άλλο ουρανό / τσακίζοντας κρέατα & κόκκαλα / Έτσι σαν ήθρε η Ανάσταση ντυμένος μαύρα μ' ένα κόκκινο κερί / βγήκα τρελός στους δρόμους ήμουνα ένα κίτρινο πουλί σαν κι αυτά που ζωγράφιζε ο Modigliani / Ποτέ μου / ποτέ μου δεν είχα γεννηθεί...»
Προχωράμε στο δικό μας θέμα και επιστρέφουμε σήμερα στα αφιερώματα σε Έλληνες συγγραφείς, με μία συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εξαιρετικά καλαίσθητες εκδόσεις «Πόλις». Πρόκειται για το πολύ καλό βιβλίο «Ο Ήχος του Ακάλυπτου: έξι κοινόχρηστες ιστορίες», της νεαρής πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως Κάλλιας Παπαδάκη. Η Κάλλια γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1978, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε οικονομικά στις ΗΠΑ, στο Bard College και στο Πανεπιστήμιο Brandeis. Όπως όμως φάνηκε, παράλληλα καλλιέργησε και την αγάπη της για τη λογοτεχνία.
Πριν από δύο εβδομάδες είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παρουσίαση που έγινε για το βιβλίο στην Πάτρα και έτσι σχημάτισα ακόμα σφαιρικότερη γνώμη για το περιεχόμενό του. Το είχα διαβάσει νωρίτερα και η δική μου ανάλυση συνέπεσε σε πολλά σημεία με όσα ειπώθηκαν εκείνη τη βραδιά για τον «Ήχο του Ακάλυπτου». Γνώρισα την ευγενέστατη Κάλλια και για να μάθουμε όλοι περισσότερα, της ζήτησα να μου παραχωρήσει μία συνέντευξη για τους αναγνώστες της Μπρίζας, την οποία και θα διαβάσετε παρακάτω.
Ο «Ήχος του Ακάλυπτου» είναι γκρίζος, μουντός, είναι ο ήχος που ανεβαίνει και κατεβαίνει στον φωταγωγό και διαχέεται μονότονα γιατί μονότονες είναι και οι ζωές των συνηθισμένων ανθρώπων. Ενίοτε, όμως είναι και αστείος, λίγο πιο φωτεινός μέσα στη κατήφειά του και συντονίζεται με τη ζωηρή καθημερινότητα των όχι και τόσο συνηθισμένων ανθρώπων.
Το βιβλίο αποτελείται από έξι διηγήματα, τα οποία έχουν βρεθεί δεμένα μέσα στις ίδιες σελίδες, ενωμένα απ’ τον συνδετικό κρίκο της αναγκαστικής, κάθετης συγκατοίκησης. Θα διαβάσετε έξι ιστορίες ενοίκων μιας τσιμεντένιας πολυκατοικίας, που αν και η κάθε μία είναι φαινομενικά ανεξάρτητη από την άλλη, μολαταύτα συνδέονται με λεπτά, πλην φανερά νήματα. Με την αστικοποίηση που έγινε στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, ήταν φυσικό η δράση στις ιστορίες καθημερινότητας να μεταφερθεί από τις αυλές των σπιτιών, στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών. Η νέα γενιά συγγραφέων έχει μεγαλώσει σε αστικό τοπίο και από εκεί αντλεί τη θεματολογία της.
Γενικά ο «Ήχος του Ακάλυπτου» αξίζει να διαβαστεί για να πάρετε μία απολαυστική γεύση της σύγχρονης πεζογραφίας και για να αποδράσετε από τη ρουτίνα της δικής σας πολυκατοικίας. Εντυπωσιακό είναι ότι ανάλογα με τον ήρωα του διηγήματος, αλλάζει και ο τρόπος γραφής για να συνταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεσή του. Η Κάλλια Παπαδάκη γράφει πολύ ωραία και θα περιμένουμε στο μέλλον ακόμα περισσότερα από την πένα της. Συγχαρητήρια νομίζω αξίζει και ο εκδοτικός οίκος και για την πολύ φροντισμένη σύνθεση, αλλά και για τη χαρακτηριστική υφή του εξωφύλλου. Τον «Ήχο του Ακάλυπτου» θα τον βρείτε στο κοντινότερο βιβλιοπωλείο σας και τότε θα μάθετε περισσότερα για τον τυφλό που απάγεται απ’ τη ρωσο-πακιστανική μαφία γιατί «είδε κάτι που δεν έπρεπε», για τις κουτσομπόλες Τάδε και Μαριλένα, για τον lifeless διαμεσολαβητή πτωμάτων, για τη μεταμελημένη Δήμητρα, για τον συγγραφέα που γράφει σαν τρελός για να προλάβει και τέλος για την ημίτρελη ιδιοκτήτρια πανσιόν.
Αυτά για την ώρα. Ραντεβού την επόμενη Πέμπτη! Εσείς συνεχίστε την ανάγνωση με όσα είπαμε με την Κάλλια για την οικονομία, τη Θεία Δίκη, τον πόλεμο στην Αλγερία και το happy end στα βιβλία.
- Πώς είναι να είσαι συγγραφέας σε τόσο νεαρή ηλικία; Έχεις άγχος πριν από μια παρουσίαση ή μιλώντας σε συναδέλφους;
Δεν ξέρω. Τις ίδιες αγωνίες έχω, την ίδια κακή και καλή διάθεση, την ίδια ρουτίνα. Αν κάτι έχει αλλάξει, είναι πως δεν αισθάνομαι τόσο έντονα την ανάγκη να καταπιαστώ με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Περιμένω πρώτα να σβήσει ο απόηχος του ήχου του ακάλυπτου. Όσο για το άγχος, μάλλον εγκλιματίζομαι σταδιακά στους ρυθμούς του. Βέβαια, το πιο αμήχανο κομμάτι της συγγραφής είναι εκείνο της επόμενης μέρας: το μετά-συγγραφικό. Λίγο πριν την παρουσίαση τα χέρια βαραίνουν και δεν έχεις που να τ΄ακουμπήσεις, το σώμα κάθεται λίγο άγαρμπα κι άβολα στην καρέκλα, το κοινό μισοχαμογελά και κρέμεται από την πρώτη σου κουβέντα. Ακόμη και τώρα, η προοπτική μιας παρουσίασης μου δημιουργεί την ίδια εσωτερική ανησυχία. Όσο για τους συναδέλφους που τυχαίνει ή μη, να παραβρίσκονται στο κοινό μιας παρουσίασης, σίγουρα δεν δρουν αγχολυτικά.
- Μπορεί κάποιος στην Ελλάδα να ζήσει επαγγελματικά από τη συγγραφή;
Μάλλον όχι. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν όσο οι Σκανδιναβοί. Η αγορά του βιβλίου είναι μικρή και περιορισμένη. Όσο κι αν τα ποσοστά αναγνωσιμότητας μπορεί να έχουν αυξηθεί, το αναγνωστικό κοινό παραμένει κοντά στο 10 τοις εκατό. Πλην ορισμένων συγγραφικών εξαιρέσεων, όπου οι πωλήσεις φτάνουν τις δεκάδες χιλιάδες, έχω την εντύπωση πως δεν είναι εφικτό να ζει κανείς μόνο από τα έσοδα των πωλήσεων. Είναι θέμα απλής αριθμητικής: όπως και να το δεις ο ισολογισμός βαραίνει προς τα κάτω.
- Υπάρχουν και στην αληθινή ζωή κάποιοι απ' τους χαρακτήρες του βιβλίου; Σε τι ποσοστό οι συγγραφείς συγκρατούν λεπτομέρειες απ' τον κόσμο γύρω τους για να τις χρησιμοποιήσουν στα βιβλία τους;
Νομίζω πως ναι. Οι χαρακτήρες μου υπάρχουν, γιατί τα διάσπαρτα δομικά στοιχεία τους πηγάζουν από την καθημερινότητα. Είτε μελλοντική, είτε παρελθοντική. Η σκέψη και μόνο, η σύλληψη οποιασδήποτε ιδέας, θέτει την πιθανότητα εκπλήρωσής της. Το μυαλό προοικονομεί αυτά που όσο απίθανο κι αν μοιάζουν, μπορεί να συμβούν. Οι συγγραφείς συλλέγουν υλικό από τον κόσμο γύρω τους, το καταγράφουν και το μεταπλάθουν σε μια έκφανση της πραγματικότητας.
- Το τελευταίο διήγημα, το "Όλα σε τάξη" αφήνει έντονη γεύση "Θείας Δίκης". Πιστεύεις ότι υπάρχει και στην πραγματικότητα κάτι ανάλογο;
Μπορεί και να υπάρχει. Η Θεία Δίκη θυμίζει τις ζαριές στο τάβλι, έρχεται κι ανατρέπει τις χαμένες παρτίδες. Όταν έγραφα τη Ζωή (με όλο το συμβολισμό που δύναται να φέρει το όνομά της) δεν μου πήγαινε μια γυναίκα τόσο τυραννισμένη, τόσο κακότυχη στις ζαριές που της έτυχαν, να την αφήσω έρμαιο μιας άδικης μοίρας. Έστω και χωρίς την έμπρακτη και συνειδητή συμμετοχή της Ζωής, άρα χωρίς το προσωπικό στοιχείο της εκδίκησης, οι βασανιστές της έπρεπε να τιμωρηθούν, εξού και το τέλος που τους επιφυλάσσει η ιστορία. Όμως δεν είναι παρά ένα γκρίζο τέλος, κλείνεις το βιβλίο και μένεις μ’ένα μισό, στραβό, αμήχανο χαμόγελο.
- Τα βιβλία πρέπει να έχουν happy end;
Κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν για τίποτα. Τα βιβλία έχουν το τέλος που τους ταιριάζει. Το τέλος έρχεται σαν μια συνδετική κατακλείδα που δένει αρχή και μέση. Είναι η φυσική εξέλιξη της μυθοπλασίας. Το τέλος, happy or not, πρέπει να αφουγκράζεται το ύφος, τη δομή και το περιεχόμενο της αφήγησης.
- Ο ήχος του ακάλυπτου είναι ένας μουντός, θλιμμένος ήχος;
Ο ήχος του ακάλυπτου είναι ένας παράξενος ήχος, ένα συνονθύλευμα ήχων που σου τραβά την προσοχή, κάπως οικείο, όμως παράταιρο, σε κερδίζει με τη σελίδα, σαν ένα προσωπικό στοίχημα, λέξη με τη λέξη σε γοητεύει, και κάθε τόσο πατά πάνω σε μια ύφεση που σου σφίγγει το στομάχι.
- Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια; Υπάρχει κάποιο όνειρο που θα ήθελες οπωσδήποτε να πραγματοποιήσεις;
Πριν από δέκα χρόνια, βρισκόμουν στην Αμερική και έκανα σπουδές οικονομίας. Η ορθολογιστική προοπτική ήταν να γίνω μια πολυάσχολη οικονομολόγος και να ζω στην Νέα Υόρκη. Ο οικονομικός ορθολογισμός κουτσά στραβά αποδέχεται το απρόοπτο, ως εξωγενές συμβάν, όχι όμως και την προοπτική της αβεβαιότητας, ως μια ενδογενή δυναμική κατάσταση. Εάν η οικονομική θεωρία κατανοείται καλύτερα με βάση τον ορθολογισμό, η ίδια η εμπερία της ζωής τον ανατρέπει. Δέκα χρόνια μετά, κι έχω ανατρέψει τις τότε προσδοκίες που βασίστηκαν στα χνάρια της τότε πρωτινής πορείας. Οπότε, τώρα πια, τα δέκα χρόνια μετά, μοιάζουν αναπάντεχα πιθανά, ανατρέψιμα κι αναστρέψιμα. Ποιός ξέρει; Καμιά φορά ονειρεύομαι την Νέα Υόρκη από την αρχή, με δικούς μου όρους και προΰποθέσεις.
- Θα έγραφες ένα βιβλίο στα αγγλικά για να έχεις περισσότερες ευκαιρίες να γίνεις γνωστή στο εξωτερικό;
Μόνο αν βίωνα την καθημερινότητα της πόλης στ’αγγλικά. Η ίδια η γλώσσα της καθημερινότητας δίνει ρυθμό, δομή και περιεχόμενο στην αφήγηση. Δεν θα μπορούσα να γράψω ένα αγγλικό κείμενο στην Ελλάδα. Θα του στερούσα τη μισή ζωή.
- Ποιο είναι το κίνητρό σου για να γράφεις;
Η προσωπική μου διασκέδαση, η δυνατότητα να φτιάχνω μικρόκοσμους, να παίζω με τις λέξεις και να συνθέτω εικόνες, να σκηνοθετώ πάνω στο χαρτί.
- Kindle ή παραδοσιακό βιβλίο;
Παραδοσιακό βιβλίο. Με τσαλακωμένες, βρεγμένες, σκισμένες, πολυκαιρισμένες σελίδες, με σημειώσεις υποσημειώσεων κι αναφορές στο παρελθόν.
- Διαβάζεις συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας; Θα μοιραστείς με λίγα λόγια κάτι που διάβασες πρόσφατα και θα το πρότεινες στους αναγνώστες;
Τα τελευταία δυο χρόνια προτιμώ το νουάρ μυθιστόρημα. Πριν από λίγο καιρό διάβασα Το Μαύρο Αλγέρι του Maurice Attia. Το βιβλίο με γοήτευσε, η ατμόσφαιρα μου έφερε στο μυαλό κομμάτια από το μικρό στρατιώτη του Γκοντάρ. Ο πόλεμος της Αλγερίας, η ακροδεξία οργάνωση που δεν θέλει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αλγερίας από την κυβέρνηση Ντε Γκωλ, η αδιάφορη αστυνομία και ο μη συμβατικός αστυνόμος Μαρτίνεθ, που προσπαθεί να εξιχνιάσει μια υπόθεση δολοφονίας, συνθέτουν όλα μαζί το σκηνικό ενός πολιτικού και ιστορικού μυθιστορήματος με νουάρ δράση κι αφήγηση.
- Τρεις από τις αγαπημένες σου ταινίες;
Εφιστώ την προσοχή στο “τρεις από τις αγαπημένες σου” και όχι στο “οι τρεις αγαπημένες σου ταινίες”! Uzak του Ceylan, Les enfants du paradis του Carné, American Beauty του Mendes.

Καλημέρα από τα πάνω πάνω ράφια της βιβλιοθήκης σας, όπου είμαι σίγουρος ότι αναπαύονται (σκονίζονται κοινώς) διάφορα αδιάβαστα βιβλία, που κατέληξαν εκεί το καθένα για τους δικούς του λόγους. Ισως θα πρέπει να ρίξετε μια ματιά εκεί· μπορεί να κρύβεται ένας ξεχασμένος λογοτεχνικός θησαυρός, πρόθυμος να σας κρατήσει συντροφιά πριν κοιμηθείτε, ενώ έχετε κλειστή την τηλεόραση ή σ’ ένα βαρετό ταξίδι. Αν, όμως, είστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο ή καινούργιο εκεί ψηλά, τότε διαβάστε παρακάτω.
Για το δεύτερο βιβλίο είμαι τυχερός, γιατί έπεσε στα χέρια μου στην παραλία, ένα Σάββατο πριν από δυο τρεις εβδομάδες (ναι εδώ στην Πάτρα είμαστε από νωρίς για μπάνια). Το είχε φέρει μία φίλη μου και ευγενικά της το έκλεψα για να το ξεκινήσω. Περιττό να πω ότι για τις επόμενες ώρες απλά απομονώθηκα απ’ το περιβάλλον και παρ’ ότι σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου επικρεμόταν ένα θορυβώδες ηχείο, το βιβλίο κατάφερε να με τραβήξει στον κόσμο του. Πρόκειται για το διεθνώς αναγνωρισμένο «Περί τυφλότητος» του βραβευμένου με νόμπελ (1998) Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το «Περί τυφλότητας» μεταφέρθηκε πρόσφατα στον κινηματογράφο ως «Blindness» με πρωταγωνίστρια την Τζούλιαν Μουρ, αλλά δεν είδα την ταινία (που είχε περιορισμένη απήχηση ούτως ή άλλως). Νομίζω ότι όλοι θα έπρεπε να μυηθείτε στον φανταστικό κόσμο που δημιουργεί ο Σαραμάγκου και να χαθείτε στους αντισυμβατικούς διαλόγους του. Αν δεν έχετε ακούσει πολλά για την πλοκή καλύτερα να μην σας το χαλάσω, όπως γίνεται συνήθως στις κριτικές. Η ιστορία ξεκινάει με την ανεξήγητη τύφλωση ενός ανθρώπου και κατόπιν τα γεγονότα παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Αν και έχει δράση και αγωνία, σίγουρα αυτό δεν είναι το ζητούμενο, μιας και θίγονται μέσα στις σελίδες του πολλά άκρως ενδιαφέροντα φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά ζητήματα. Το τελικό ερώτημα που τίθεται εμμέσως, αφορά τη δομή της κοινωνίας και την υπό ακραίες συνθήκες συμπεριφορά μας.
Καλημέρα!
Το «Illuminati» δεν προκάλεσε αντιδράσεις και για αυτό στην εποχή του είχε περάσει σχετικά απαρατήρητο, αν και βάζοντάς τα στην ίδια ζυγαριά, κλίνω στην άποψη ότι ήταν καλύτερο βιβλίο από το άτυπο sequel του, τον Κώδικα. Η ακριβής υπόθεση δεν έχει πολύ σημασία, αν σκοπεύετε να δείτε την ταινία. Ο Μπράουν εφαρμόζει στα βιβλία μία κοινή συγγραφική φόρμουλα, μια κοινή «μαθηματική εξίσωση»: Γίνεται ένας αποτρόπαιος φόνος. Ενας θεωρητικός ερευνητής καλείται να βγάλει συμπέρασμα. Γνωρίζεται με μία όμορφη, πλην έξυπνη και δυναμική γυναίκα. Ακολουθούν διάφορες επιστημονικές διαλέξεις, που αποκαλύπτουν κρυφές πτυχές της ιστορίας. Παράλληλα ένας δολοφόνος αφήνει πίσω του πτώματα στο όνομα μίας συνωμοσιολογικής οργάνωσης. Γρήγορες εναλλαγές σκηνών, μικρά κεφάλαια και κλείσιμο σκηνών που πάντα προοικονομούν αγωνιώδεις εξελίξεις.
Η ταινία «Illuminati» κατά πάσα πιθανότητα θα κάνει επιτυχία, περισσότερο γιατί θα είναι μία καλή ταινία και γιατί έχει διαφημιστεί και πολύ λιγότερο για τα όσα θα περιστραφούν γύρω της. Αλλωστε ακόμα και η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού, τη χαρακτήρισε «άκακη διασκέδαση», «ένα βιντεοπαιχνίδι που κυρίως εξάπτει τη φαντασία και είναι επίσης, ίσως, λίγο διασκεδαστικό», «συναρπαστική» και «μια γιγάντια και έξυπνη εμπορική επιχείρηση γεμάτη ιστορικές ανακρίβειες και στερεότυπους χαρακτήρες». Βέβαια αυτή τη φορά, σύμφωνα με την πλοκή η καθολική εκκλησία είναι με τους καλούς.
